ὀφθαλμοφανής: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ofthalmofanis
|Transliteration C=ofthalmofanis
|Beta Code=o)fqalmofanh/s
|Beta Code=o)fqalmofanh/s
|Definition=ές, [[apparent to the eye]], [[visible]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>208</span>; ἀργύριον ὀ. ἐναντίον . . μαρτύρων <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.89.8</span> (iii B. C.); [[obvious]], <span class="bibl">Str.2.1.18</span>; ἔργον <span class="bibl">Aristox.<span class="title">Harm.</span> p.41</span> M. Adv. -νῶς <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Es.</span>8.13</span>, <span class="bibl">Ph.1.614</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.39</span>, <span class="bibl">Cleom.2.6</span>.
|Definition=ὀφθαλμοφανές, [[apparent to the eye]], [[visible]], Arist.''Fr.''208; ἀργύριον ὀ. ἐναντίον.. μαρτύρων ''PHib.''1.89.8 (iii B. C.); [[obvious]], Str.2.1.18; ἔργον Aristox.''Harm.'' p.41 M. Adv. [[ὀφθαλμοφανῶς]] [[LXX]] ''Es.''8.13, Ph.1.614, S.E.''M.''9.39, Cleom.2.6.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμοφᾰνής Medium diacritics: ὀφθαλμοφανής Low diacritics: οφθαλμοφανής Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: ophthalmophanḗs Transliteration B: ophthalmophanēs Transliteration C: ofthalmofanis Beta Code: o)fqalmofanh/s

English (LSJ)

ὀφθαλμοφανές, apparent to the eye, visible, Arist.Fr.208; ἀργύριον ὀ. ἐναντίον.. μαρτύρων PHib.1.89.8 (iii B. C.); obvious, Str.2.1.18; ἔργον Aristox.Harm. p.41 M. Adv. ὀφθαλμοφανῶς LXX Es.8.13, Ph.1.614, S.E.M.9.39, Cleom.2.6.

German (Pape)

[Seite 426] ές, augenscheinlich, Strab. u. Sp., auch im adv., S. Emp. adv. phys. 1, 39.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se montre aux yeux, visible.
Étymologie: ὀφθαλμός, φαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμοφᾰνής: бросающийся в глаза, заметный, видимый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοφᾰνής: -ές, ὁ φανερὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁρατός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 202, Στράβ. 75. Ἐπίρρ. -νως, Ἐβδ. (Ἐσθὴρ Θ΄, 13).

Greek Monolingual

-ές (Α ὀφθαλμοφανής, -ές)
1. αυτός που γίνεται αισθητός με τους οφθαλμούς, ορατός
2. καταφανής, ολοφάνερος.
επίρρ...
οφθαλμοφανώς (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς)
με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα
μσν.-αρχ.
σαν να ήταν κάτι ορατό στην πραγματικότητα
αρχ.
με τα ίδια τα μάτια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νυκτιφανής].

Greek Monotonic

ὀφθαλμοφᾰνής: -ές (φαίνομαι), αυτός που είναι φανερός στο μάτι, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὀφθαλμο-φᾰνής, ές [φαίνομαι]
apparent to the eye, Strab.