ὑποφήτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypofitis
|Transliteration C=ypofitis
|Beta Code=u(pofh/ths
|Beta Code=u(pofh/ths
|Definition=ου, ὁ, (φημί) [[suggester]], [[interpreter]], [[expounder]], especially of the divine will or judgement, e.g. [[priest who declares an oracle]], <span class="bibl">Il.16.235</span>; <b class="b3">Μουσάων ὑποφῆται</b>, i.e. [[poets]], <span class="bibl">Theoc.16.29</span>, <span class="bibl">17.115</span>; ἑτέρων ὑ. <span class="bibl">Id.22.116</span>; Γλαῦκος . . Νηρῆος ὑ. <span class="bibl">A.R.1.1311</span>, cf. Porph. ap. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>5.1</span>, <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>8.2.1</span>.
|Definition=ὑποφήτου, ὁ, ([[φημί]]) [[suggester]], [[interpreter]], [[expounder]], especially of the divine will or judgement, e.g. [[priest who declares an oracle]], Il.16.235; <b class="b3">Μουσάων ὑποφῆται</b>, i.e. [[poets]], Theoc.16.29, 17.115; ἑτέρων ὑ. Id.22.116; Γλαῦκος.. Νηρῆος ὑ. A.R.1.1311, cf. Porph. ap. Iamb.''Myst.''5.1, Orib.''Syn.''8.2.1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφήτης Medium diacritics: ὑποφήτης Low diacritics: υποφήτης Capitals: ΥΠΟΦΗΤΗΣ
Transliteration A: hypophḗtēs Transliteration B: hypophētēs Transliteration C: ypofitis Beta Code: u(pofh/ths

English (LSJ)

ὑποφήτου, ὁ, (φημί) suggester, interpreter, expounder, especially of the divine will or judgement, e.g. priest who declares an oracle, Il.16.235; Μουσάων ὑποφῆται, i.e. poets, Theoc.16.29, 17.115; ἑτέρων ὑ. Id.22.116; Γλαῦκος.. Νηρῆος ὑ. A.R.1.1311, cf. Porph. ap. Iamb.Myst.5.1, Orib.Syn.8.2.1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
interprète de la parole ou de la volonté des dieux, prêtre, devin.
Étymologie: ὑπό, *φήτης, cf. προφήτης.

German (Pape)

ὁ, Verkündiger, bes. der Ausleger, Verkündiger des göttlichen Willens, der Priester, der ein Orakel ausspricht, Il. 16.235, Luc. Alex. 24, 26; – später auch Dichter, εὐεπίης Ep.adesp. 582 (APP 271), μουσάων Theocr. 16.29, 17.115.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφήτης: ου ὁ истолкователь воли богов, прорицатель Hom.: Μουσάων ὑποφῆται Theocr. жрецы Муз, т. е. поэты.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφήτης: -ου, ὁ, (φημὶ) ὁ ἑρμηνευτὴς ἢ ἐξηγητὴς μάλιστα τοῦ θείου θελήματος, π. χ. ἱερεὺς ἀναγγέλλων τὸν θεῖον χρησμόν, Ἰλ. Π. 235· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. ποιηταί, Λατιν. vates, Θεόκρ. 16. 29· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. 17. 115., 22. 116, πρβλ. προφήτης. Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποφῆται, ἱερεῖς, προφῆται, χρησμολόγοι», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποφῆται· μάντεις, προφῆται, ἱερεῖς, διερμηνευταί, χρησμολόγοι», πρβλ. καὶ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

English (Autenrieth)

(φημί): declarer, interpreter of the divine will, pl., Il. 16.235†.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, θηλ. ὑποφῆτις, -ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α
1. χρησμολόγος ιερέας, ερμηνευτής της θείας βούλησης·2. φρ. «Μουσάων ὑποφῆται» — οι ποιητές (θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -φήτης (< φημί «λέγω»), πρβλ. προφήτης].

Greek Monotonic

ὑποφήτης: -ου, ὁ (φημί), εξηγητής, ερμηνευτής, ιερέας που αναγγέλλει έναν θείο χρησμό, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. οι ποιητές, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὑπο-φήτης, ου, ὁ, φημί
a suggester, interpreter, a priest who declares an oracle, Il.; Μουσάων ὑποφῆται, i. e. poets, Theocr.

Mantoulidis Etymological

(=ἐξηγητής χρησμῶν). Ἀπό τό ὑπό + φημί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.