σκυτοτομικός: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "Pl. ''R.''" to "Pl.''R.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skytotomikos
|Transliteration C=skytotomikos
|Beta Code=skutotomiko/s
|Beta Code=skutotomiko/s
|Definition=ή, όν, of or for a [[shoemaker]], τὸ σ. πλῆθος Ar. ''Ec.'' 432 ; ὁ σ., = ὁ [[σκυτοτόμος]], Pl. ''R.'' 443c ; ἡ [[σκυτοτομική]] (''[[sc.]]'' τέχνη), = [[σκυτοτομία]] ([[shoemaking]]), ''ib.'' 333a, etc. ; ἡ σ. τέχνη Aeschin. 1.97.
|Definition=σκυτοτομική, σκυτοτομικόν, of or for a [[shoemaker]], τὸ σ. πλῆθος Ar. ''Ec.'' 432 ; ὁ σ., = ὁ [[σκυτοτόμος]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 443c ; ἡ [[σκυτοτομική]] (''[[sc.]]'' τέχνη), = [[σκυτοτομία]] ([[shoemaking]]), ''ib.'' 333a, etc. ; ἡ σ. τέχνη Aeschin. 1.97.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκυτοτομικός -ή -όν [σκυτοτόμος] behorend tot de schoenmakerij:. ἡ σκυτοτομική ( ''[[sc.]]'' τέχνη ) het schoenmakersvak. subst. ὁ σκυτοτομικός leerbewerker, schoenmaker.
|elnltext=σκυτοτομικός -ή -όν [σκυτοτόμος] behorend tot de schoenmakerij:. ἡ σκυτοτομική (''[[sc.]]'' τέχνη) het schoenmakersvak. subst. ὁ σκυτοτομικός leerbewerker, schoenmaker.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:49, 21 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτομικός Medium diacritics: σκυτοτομικός Low diacritics: σκυτοτομικός Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: skytotomikós Transliteration B: skytotomikos Transliteration C: skytotomikos Beta Code: skutotomiko/s

English (LSJ)

σκυτοτομική, σκυτοτομικόν, of or for a shoemaker, τὸ σ. πλῆθος Ar. Ec. 432 ; ὁ σ., = ὁ σκυτοτόμος, Pl.R. 443c ; ἡ σκυτοτομική (sc. τέχνη), = σκυτοτομία (shoemaking), ib. 333a, etc. ; ἡ σ. τέχνη Aeschin. 1.97.

German (Pape)

[Seite 909] ή, όν, zum Schuster, zum Schusterhandwerke gehörig; πλῆθος, Ar. Eccl. 432; ὁ σκυτ., der Schuster, Plat. Rep. VI, 443 c; ἡ σκυτοτομική, das Schusterhandwerk, Theaet. 146 c u. öfter, wie Aesch. 1, 97.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de cordonnier ; ὁ σκυτοτομικός cordonnier ; ἡ σκυτοτομικὴ τέχνη ou subst. ἡ σκυτοτομική art du cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτομικός -ή -όν [σκυτοτόμος] behorend tot de schoenmakerij:. ἡ σκυτοτομική (sc. τέχνη) het schoenmakersvak. subst. ὁ σκυτοτομικός leerbewerker, schoenmaker.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοτομικός: IIсапожник Plat.
сапожный (τέχνη Aeschin.): τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος Arph. толпа сапожников.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σκυτοτόμος
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκυτοτόμο («τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ.σκυτοτομικός
ο σκυτοτόμος («τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῖν», Πλάτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυτοτομική
η σκυτοτομία.

Greek Monotonic

σκῡτοτομικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για υποδηματοποιό, σε Αριστοφ.· ὁ σκυτοτομικός = ὁ σκυτοτόμος, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), το προηγ., στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκυτοτόμον, τὸ σκ. πλῆθος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 432· ὁ σκ. = ὁ σκυτοτόμος, Πλάτ. Πολ. 443C· ἡ σκυτοτομική (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., αὐτόθι 333Α, κτλ.· ἡ σκ. τέχνη Αἰσχίν. 14. 1.

Middle Liddell

σκῡτοτομικός, ή, όν
of or for a shoemaker, Ar.; ὁ σκ. = ὁ σκυτοτόμος, Plat.: ἡ-κή (sc. τέχνἠ, = σκυτοτομία, Plat. [from σκῡτοτόμος]

English (Woodhouse)

of cobbling, of shoemaking

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)