ψηφίδα: Difference between revisions
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ψηφίς]], - | |mltxt=η / [[ψηφίς]], -ῖδος, ΝΜΑ<br />μικρό [[τεμάχιο]] πέτρας που χρησιμοποιείται για την [[κατασκευή]] ψηφιδωτών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(πετρογρ.)</b> ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και [[είναι]] περισσότερο γνωστό με την [[ονομασία]] [[χάλικας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[κομματάκι]] πέτρας, [[πετραδάκι]] («ψηφὶς ἐμπεσοῦσα τῷ ὕδατι», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> μικρή [[πέτρα]] με την οποία αριθμούσαν<br /><b>3.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]] δεμένος σε [[δαχτυλίδι]] («λάμπουσιν... οἱ ὀφθαλμοὶ [[καθάπερ]] ἐν χρυσῇ σφενδόνῃ [[ψηφίς]]», Λόγγ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήφος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -<i>ῖδος</i> ([[πρβλ]]. [[λεπίς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
η / ψηφίς, -ῖδος, ΝΜΑ
μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών
νεοελλ.
(πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας
αρχ.
1. (γενικά) κομματάκι πέτρας, πετραδάκι («ψηφὶς ἐμπεσοῦσα τῷ ὕδατι», Γρηγ. Ναζ.)
2. μικρή πέτρα με την οποία αριθμούσαν
3. πολύτιμος λίθος δεμένος σε δαχτυλίδι («λάμπουσιν... οἱ ὀφθαλμοὶ καθάπερ ἐν χρυσῇ σφενδόνῃ ψηφίς», Λόγγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα -ίς, -ῖδος (πρβλ. λεπίς)].