μονία: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "τὸ ἄπερίστατον" to "τὸ ἀπερίστατον")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μονία]] και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)<br />[[κατάσταση]] ακινησίας ή αταραξίας, [[σταθερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- του [[μένω]] ([[πρβλ]]. [[μονή]]), κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. <i>εμμονίη [[καταμονίη]],].<br /> <b>(II)</b><br />[[μονία]], ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [[μόνος]]<br />το να ζει [[κανείς]] απομονωμένος, [[μοναξιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμμονή]]<br /><b>2.</b> η ζωή [[μοναχού]], ο [[μοναστικός]] [[βίος]]<br /><b>3.</b> [[κελλί]] [[μοναχού]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανεξαρτησία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μονία]] και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)<br />[[κατάσταση]] ακινησίας ή αταραξίας, [[σταθερότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μον</i>- του [[μένω]] ([[πρβλ]]. [[μονή]]), κατ' [[απόσπαση]] από τα σύνθ. <i>εμμονίη [[καταμονίη]],].<br /> <b>(II)</b><br />[[μονία]], ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [[μόνος]]<br />το να ζει [[κανείς]] απομονωμένος, [[μοναξιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμμονή]]<br /><b>2.</b> η ζωή [[μοναχού]], ο [[μοναστικός]] [[βίος]]<br /><b>3.</b> [[κελλί]] [[μοναχού]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανεξαρτησία]].
}}
{{trml
|trtx====[[solitude]]===
Arabic: عُزْلَة; Aromanian: singurami, singurãtati, singureatsã; Azerbaijani: yalqızlıq, təklik; Bashkir: яңғыҙлыҡ; Catalan: solitud; Chinese Mandarin: [[孤寂]], [[孤獨]], [[孤独]], [[孑然]]; Czech: samota; Danish: ensomhed; Dutch: [[eenzaamheid]]; Esperanto: soleco; Estonian: üksindus; Faroese: einsemi or; Finnish: yksinäisyys; French: [[solitude]]; German: [[Einsamkeit]], [[Alleinsein]]; Greek: [[μοναξιά]]; Ancient Greek: [[ἀπροϊσία]], [[ἐρημία]], [[ἐρημοσύνη]], [[ἰδιασμός]], [[καταχωρισμός]], [[μονασμός]], [[μονία]], [[μονίη]], [[μονουχία]], [[χητοσύνη]], [[τὸ ἄκοινον]], [[τὸ ἀπερίστατον]]; Hebrew: בדידות; Hungarian: magány; Icelandic: einsemd; Indonesian: kesepian; Irish: aonarachas, aonaracht; Italian: [[solitudine]]; Japanese: 孤独; Kazakh: жалғыздық, жалқылық; Khmer: វិវេកភាព, ភាពឯកោ; Korean: 고독; Kyrgyz: жалгыздык; Latin: [[solitudo]], [[solitas]]; Latvian: vienatne, vienatnība; Lithuanian: vienatvė; Malayalam: ഏകാന്തത; Norwegian: ensomhet; Old English: ānād; Ottoman Turkish: یالڭزلك; Polish: samotność; Portuguese: [[solidão]], [[solitude]]; Romanian: singurătate, solitudine; Russian: [[одиночество]], [[уединение]]; Sanskrit: रहस्; Serbo-Croatian: osama; Slovak: samota; Slovene: samota; Spanish: [[soledad]], [[solitud]]; Swedish: ensamhet; Tatar: yalğızlıq; Telugu: ఏకాంతము; Thai: ความโดดเดี่ยว; Tibetan: དབེན་པ; Turkish: yalnızlık; Turkmen: ýalnyzlyk; Ukrainian: самотність; Uzbek: yolg‘izlik; Vietnamese: sự cô độc; Welsh: unigedd; Yakut: соҕотохсуйуу
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονία Medium diacritics: μονία Low diacritics: μονία Capitals: ΜΟΝΙΑ
Transliteration A: monía Transliteration B: monia Transliteration C: monia Beta Code: moni/a

English (LSJ)

(A), Ion. μονίη, ἡ, (μένω)
A changelessness, Emp.27.4.
2 steadfastness, Tyrt.1.15 Diehl; μανία derived from this word or from sq. acc. to Cael.Aur.TP1.145.

(B), Ion. μονίη, ἡ, (μόνος)
A solitude, celibacy, Max.71.

German (Pape)

[Seite 202] ἡ, Einsamkeit, einsames Leben, Empedocl. 24, l. d., u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

μονία: ион. μονίη ἡ покой, неподвижность, устойчивость Emped.

Greek (Liddell-Scott)

μονία: Ἰων. -ίη, ἡ, (μένω) τὸ μένειν, διαμένειν, Ἐμπεδ. 168· ἴδε περιηγὴς 3.

Greek Monolingual

(I)
μονία και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α)
κατάσταση ακινησίας ή αταραξίας, σταθερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον- του μένω (πρβλ. μονή), κατ' απόσπαση από τα σύνθ. εμμονίη καταμονίη,].
(II)
μονία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) μόνος
το να ζει κανείς απομονωμένος, μοναξιά
μσν.
1. εμμονή
2. η ζωή μοναχού, ο μοναστικός βίος
3. κελλί μοναχού
αρχ.
ανεξαρτησία.

Translations

solitude

Arabic: عُزْلَة; Aromanian: singurami, singurãtati, singureatsã; Azerbaijani: yalqızlıq, təklik; Bashkir: яңғыҙлыҡ; Catalan: solitud; Chinese Mandarin: 孤寂, 孤獨, 孤独, 孑然; Czech: samota; Danish: ensomhed; Dutch: eenzaamheid; Esperanto: soleco; Estonian: üksindus; Faroese: einsemi or; Finnish: yksinäisyys; French: solitude; German: Einsamkeit, Alleinsein; Greek: μοναξιά; Ancient Greek: ἀπροϊσία, ἐρημία, ἐρημοσύνη, ἰδιασμός, καταχωρισμός, μονασμός, μονία, μονίη, μονουχία, χητοσύνη, τὸ ἄκοινον, τὸ ἀπερίστατον; Hebrew: בדידות; Hungarian: magány; Icelandic: einsemd; Indonesian: kesepian; Irish: aonarachas, aonaracht; Italian: solitudine; Japanese: 孤独; Kazakh: жалғыздық, жалқылық; Khmer: វិវេកភាព, ភាពឯកោ; Korean: 고독; Kyrgyz: жалгыздык; Latin: solitudo, solitas; Latvian: vienatne, vienatnība; Lithuanian: vienatvė; Malayalam: ഏകാന്തത; Norwegian: ensomhet; Old English: ānād; Ottoman Turkish: یالڭزلك; Polish: samotność; Portuguese: solidão, solitude; Romanian: singurătate, solitudine; Russian: одиночество, уединение; Sanskrit: रहस्; Serbo-Croatian: osama; Slovak: samota; Slovene: samota; Spanish: soledad, solitud; Swedish: ensamhet; Tatar: yalğızlıq; Telugu: ఏకాంతము; Thai: ความโดดเดี่ยว; Tibetan: དབེན་པ; Turkish: yalnızlık; Turkmen: ýalnyzlyk; Ukrainian: самотність; Uzbek: yolg‘izlik; Vietnamese: sự cô độc; Welsh: unigedd; Yakut: соҕотохсуйуу