Λίβυς: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Livys | |Transliteration C=Livys | ||
|Beta Code=*li/bus | |Beta Code=*li/bus | ||
|Definition=[ῐ], ῠος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> a [[Libyan]], Hdt.4.181, al., S.El.702, etc.: and as adjective, = [[Λιβυκός]], [[αὐλός]] E.Alc.346; [[Λίβυς καυλός]] = [[σίλφιον]], Antiph.217.13:—fem. [[Λίβυσσα]] [ῐ], Pi.P.9.105, S.Fr.11, Hdt.4.189, Call.Ap.86, Riv.Fil.57.379 (Crete):—also [[Λιβυστικός]], Λιβυστική, Λιβυστικόν, A.Eu.292, Fr.139, etc.; fem. also [[Λιβυστίς]], ίδος, ἡ, A.R.4.1753; cf. [[Λιβύη]].<br><span class="bld">II</span> [[λίβυς]] = harmless kind of [[serpent]], Nic.Th.490.<br><span class="bld">III</span> = [[λουτροφόρος]] 2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | |Definition=[ῐ], ῠος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> a [[Libyan]], [[Herodotus|Hdt.]]4.181, al., S.El.702, etc.: and as adjective, = [[Λιβυκός]], [[αὐλός]] E.Alc.346; [[Λίβυς καυλός]] = [[σίλφιον]], Antiph.217.13:—fem. [[Λίβυσσα]] [ῐ], Pi.P.9.105, S.Fr.11, [[Herodotus|Hdt.]]4.189, Call.Ap.86, Riv.Fil.57.379 (Crete):—also [[Λιβυστικός]], Λιβυστική, Λιβυστικόν, A.Eu.292, Fr.139, etc.; fem. also [[Λιβυστίς]], ίδος, ἡ, A.R.4.1753; cf. [[Λιβύη]].<br><span class="bld">II</span> [[λίβυς]] = harmless kind of [[serpent]], Nic.Th.490.<br><span class="bld">III</span> = [[λουτροφόρος]] 2, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Λίβυς]], -υος, ὁ, θηλ. Λίβυσσα και [[Λιβυστίς]], - | |mltxt=[[Λίβυς]], -υος, ὁ, θηλ. Λίβυσσα και [[Λιβυστίς]], -ίδος (Α) [[Λιβύη]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από τη [[Λιβύη]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[λιβυκός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:08, 1 March 2024
English (LSJ)
[ῐ], ῠος, ὁ,
A a Libyan, Hdt.4.181, al., S.El.702, etc.: and as adjective, = Λιβυκός, αὐλός E.Alc.346; Λίβυς καυλός = σίλφιον, Antiph.217.13:—fem. Λίβυσσα [ῐ], Pi.P.9.105, S.Fr.11, Hdt.4.189, Call.Ap.86, Riv.Fil.57.379 (Crete):—also Λιβυστικός, Λιβυστική, Λιβυστικόν, A.Eu.292, Fr.139, etc.; fem. also Λιβυστίς, ίδος, ἡ, A.R.4.1753; cf. Λιβύη.
II λίβυς = harmless kind of serpent, Nic.Th.490.
III = λουτροφόρος 2, Hsch.
French (Bailly abrégé)
υος;
adj. m.
de Libye ; οἱ Λίβυες les Libyens, ou les Grecs de Cyrénaïque.
Russian (Dvoretsky)
Λίβυς: υος (ῐ) adj. m ливийский Eur. etc.
υος ὁ ливиец Pind., Soph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Λίβῠς: [ῐ], ῠος, ὁ, ὁ ἐκ Λιβύης Ἡρόδ. 4. 181, κ. ἀλ., Σοφ. Ἠλ. 702, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθ. = Λιβυκός, Εὐρ. Ἄλκ. 346, κτλ.· Λ. καυλὸς = σίλφιον, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 13· θηλ. Λίβυσσα, Πινδ. Π. 9. 181, Σοφ. Ἀποσπ. 16· ὡσαύτως, Λιβυστικός, ή, όν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 292, Ἀποσπ. 129, κτλ.· θηλ. ὡσαύτως Λιβυστίς, -ίδος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1753· πρβλ. Λιβύη. ΙΙ. εἶδος ἀβλαβοῦς ὄφεως, Νικ. Θ. 490. ΙΙΙ. = λουτροφόρος 2, Ἡσύχ.
English (Slater)
Λῐβυς
1 Libyan οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα Antaios (P. 9.117)
Greek Monolingual
Λίβυς, -υος, ὁ, θηλ. Λίβυσσα και Λιβυστίς, -ίδος (Α) Λιβύη
1. αυτός που κατάγεται από τη Λιβύη
2. ως επίθ. λιβυκός.
Greek Monotonic
Λίβῠς: [ῐ], -ῠος, ὁ, αυτός που προέρχεται από τη Λιβύη, σε Ηρόδ., κ.λπ.· ως επίθ. = Λιβυκός, σε Ευρ.· θηλ. Λίβυσσα[ῐ], σε Πίνδ.· επίσης, Λυβιστικός, -ή, -όν, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Λῐ́βῠς, ῠος, ὁ,
a Libyan, Hdt., etc.; and as adj. = Λιβυκός, Eur.; fem. Λίβυσσα, Pind.; also Λιβυστικός, ή, όν, Aesch.