κατακυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakylindo
|Transliteration C=katakylindo
|Beta Code=katakuli/ndw
|Beta Code=katakuli/ndw
|Definition=or [[κατακυλίω]] (J.''BJ''6.1.6:—Med., v. infr.), [[roll down]], D.H.11.26, [[LXX]] ''Je.''28(51).25:—Med., λίθους κατακυλιομένους Arr. ''Tact.''11.6:—Pass., to [[be rolled down]] or [[thrown off]], Hdt.1.84, 5.16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.3.1:—pres. κατακῠλινδέω J.''BJ''4.1.10; impf. κατεκυλίνδουν D.C.56.14.
|Definition=or [[κατακυλίω]] (J.''BJ''6.1.6:—Med., v. infr.), [[roll down]], D.H.11.26, [[LXX]] ''Je.''28(51).25:—Med., λίθους κατακυλιομένους Arr. ''Tact.''11.6:—Pass., to [[be rolled down]] or [[thrown off]], [[Herodotus|Hdt.]]1.84, 5.16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.3.1:—pres. κατακῠλινδέω J.''BJ''4.1.10; impf. κατεκυλίνδουν D.C.56.14.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακῠλίνδω Medium diacritics: κατακυλίνδω Low diacritics: κατακυλίνδω Capitals: ΚΑΤΑΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: katakylíndō Transliteration B: katakylindō Transliteration C: katakylindo Beta Code: katakuli/ndw

English (LSJ)

or κατακυλίω (J.BJ6.1.6:—Med., v. infr.), roll down, D.H.11.26, LXX Je.28(51).25:—Med., λίθους κατακυλιομένους Arr. Tact.11.6:—Pass., to be rolled down or thrown off, Hdt.1.84, 5.16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων X.Cyr.5.3.1:—pres. κατακῠλινδέω J.BJ4.1.10; impf. κατεκυλίνδουν D.C.56.14.

German (Pape)

[Seite 1357] oder κατακυλίω, herabwälzen, herabrollen; μὴ κατακυλισθῇ Her. 5, 16; κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Xen. Cyr. 5, 3, 1; Sp., wie D. Hal. 4, 26. – Adj. verb. κατακυλιστός, Sp.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κατακυλίω;
ao. Pass. κατεκυλίσθην, part. pf. Pass. κατακεκυλισμένος;
faire rouler de haut en bas.
Étymologie: κατά, κυλίνδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κυλίνδω, pass. naar beneden gerold worden:. κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων van hun paarden geworpen Xen. Cyr. 5.3.1.

Russian (Dvoretsky)

κατακῠλίνδω: Her., Xen. = κατακυλίω.

Greek Monolingual

κατακυλίνδω (Α)
κατακυλίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κυλίνδω «κυλάω»].

Greek Monotonic

κατακῠλίνδω: ή -κυλίω, μέλ. -κυλίσω [ῑ]· Παθ. αόρ. βʹ -εκυλίσθην· κυλώ προς τα κάτω — Παθ., κυλιέμαι προς τα κάτω ή ρίχνομαι, γκρεμίζομαι, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατακῠλίνδω: ἢ -κυλίω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ἀόρ. παθ. κατεκυλίσθην:- κυλίω πρὸς τὰ κάτω, κατεκύλιον ὑπερμεγέθεις πέτρας ἄνωθεν Διον. Ἁλ. 11. 26, Ἑβδ. (Ἱερ. ΝΑ', 25). - Παθ., κυλίομαι πρὸς τὰ κάτω, ἐκρίπτομαι, κρημνίζομαι Ἡρόδ. 1. 84., 5. 16· κατακεκυλισμένοι ἀπὸ τῶν ἵππων Ξεν. Κύρ. 5. 3, 1· ἀπὸ τῶν πετρῶν κατακυλισθέντα διεφθάρησαν Δικ. περ. ὄρ. Πηλ. σ. 142, 9·- ἐνεστώς τις κατακυλινδέω ἀπαντᾷ παρὰ Δίωνι Κ. 56. 14· εὕρηνται καὶ τὰ παράγωγα κατακυλιστὸς καὶ κατακύλισμα.

Middle Liddell

or -κυλίω fut. -κυλίσω aor2 pass. -εκυλίσθην
to roll down:—Pass. to be rolled down or thrown off, Hdt., Xen.