καμηλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kamilitis
|Transliteration C=kamilitis
|Beta Code=kamhli/ths
|Beta Code=kamhli/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[camel driver]], Arist.''HA''630b35, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''710.4 (ii B.C.), etc.; [[camel rider]], Hld.10.5, Hdn.4.15.2.<br><span class="bld">2</span> also, = [[καμηλέμπορος]], Str.1.2.32, 16.1.27.<br><span class="bld">II</span> καμηλίτης [[βοῦς]], prob. [[buffalo]], Suid.
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[camel driver]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''630b35, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''710.4 (ii B.C.), etc.; [[camel rider]], Hld.10.5, Hdn.4.15.2.<br><span class="bld">2</span> also, = [[καμηλέμπορος]], Str.1.2.32, 16.1.27.<br><span class="bld">II</span> καμηλίτης [[βοῦς]], prob. [[buffalo]], Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 21:55, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλίτης Medium diacritics: καμηλίτης Low diacritics: καμηλίτης Capitals: ΚΑΜΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kamēlítēs Transliteration B: kamēlitēs Transliteration C: kamilitis Beta Code: kamhli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A camel driver, Arist.HA630b35, POxy.710.4 (ii B.C.), etc.; camel rider, Hld.10.5, Hdn.4.15.2.
2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27.
II καμηλίτης βοῦς, prob. buffalo, Suid.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chamelier.
Étymologie: κάμηλος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμηλίτης: ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλίτης: ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, καμηλάριος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, καμηλοβάτης, Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - ὡσαύτως καμηλέμπορος, Στράβ. 39, 748. 2) καμ. βοῦς, πιθανῶς ὁ βόαγρος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

καμηλίτης, ὁ (Α)
1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.)
2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα
3. καμηλέμπορος
4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῦς» — άγριο βόδι, βόαγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ίτης (πρβλ. αμαξίτης, θαλασσίτης)].

Translations

Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: kameeldrijver, kameeldrijfster; French: chamelier, chamelière; German: Kameltreiber, Kameltreiberin; Ancient Greek: καμηλάτης, καμηλάριος, καμηλίτης; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare