ἐλαιήεις: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elaiieis
|Transliteration C=elaiieis
|Beta Code=e)laih/eis
|Beta Code=e)laih/eis
|Definition=Att. [[ἐλαιάεις]], εσσα, εν,<br><span class="bld">A</span> [[of the olive-tree]], φλοιός Nic.''Th.''676, etc.; [[planted with olives]], ἐλαιήεντες ἄρουραι ''IG''14.1389i50.<br><span class="bld">II</span> [[oily]], νηδύς S.''Fr.''457; [[full of oil]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.226.
|Definition=Att. [[ἐλαιάεις]], εσσα, εν,<br><span class="bld">A</span> [[of the olive-tree]], φλοιός Nic.''Th.''676, etc.; [[planted with olives]], ἐλαιήεντες ἄρουραι ''IG''14.1389i50.<br><span class="bld">II</span> [[oily]], νηδύς [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''457; [[full of oil]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.226.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:55, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιήεις Medium diacritics: ἐλαιήεις Low diacritics: ελαιήεις Capitals: ΕΛΑΙΗΕΙΣ
Transliteration A: elaiḗeis Transliteration B: elaiēeis Transliteration C: elaiieis Beta Code: e)laih/eis

English (LSJ)

Att. ἐλαιάεις, εσσα, εν,
A of the olive-tree, φλοιός Nic.Th.676, etc.; planted with olives, ἐλαιήεντες ἄρουραι IG14.1389i50.
II oily, νηδύς S.Fr.457; full of oil, Nonn. D. 5.226.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
• Morfología: [fem. ἐλαιάεσσα S.Fr.457]
I de olivo(s) θαλλός Nonn.D.11.510, ἐλαιήεντες ἄρουραι campos de olivos, olivares Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155A.50.
II adj.
1 aceitoso, grasiento νηδύς ... ἐ. grasienta panza del cíclope, S.l.c., φλοιὸς ἐ. κρότωνος corteza oleosa del ricino Nic.Th.676.
2 lleno de aceite ἀμφιφορεύς Nonn.D.5.226.

German (Pape)

[Seite 788] εσσα, εν, mit Oelbäumen bepflanzt; ἄρουραι Marcell, ep, (App. 51); vom Oelbaume, θάλλος, φλοιός, Nonn. D. 11, 510 Nic. Th. 676; voll Oel, ἀμφιφορεύς Nonn. 5, 226; ölig, fett, ἐλαιάεσσα νηδύς Soph. frg. 405, zw.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
d'olivier.
Étymologie: ἐλαία.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαιήεις: ион. = ἐλαιάεις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιήεις: Ἀττ. -άεις, εσσα, εν, ἐξ ἐλαίας (τοῦ δένδρου), Νικ. Θ. 676, κτλ.˙ κατάφυος ἐξ ἐλαιοδένδρων, ἐλαιήεντες ἄρουραι Μάρκελλ. ἐν Ἀνθ. Π. (παράρτ. 51, στ. 50). ΙΙ. ἐλαιάεσσα νηδὺς..., ἀπὸ τοῦ ἐλαίου λιπαρά, Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 405)˙ πλήρης ἐλαίου, Νόνν. Δ. 5. 226.

Greek Monolingual

ἐλαιήεις, -εσσα, -εν, αττ. τ. ἐλαιάεις (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δέντρο ελιά
2. (για τόπο) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο
3. ελαιώδης, λαδερός, λιπαρός
4. ο γεμάτος λάδι.

Greek Monotonic

ἐλαιήεις: -εσσα, -εν, σπαρμένος με ελαιόδεντρα, κατάφυτος με ελιές, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐλαιήεις, εσσα, εν [from ἐλαία
planted with olives, Anth.