θυμιατός: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymiatos | |Transliteration C=thymiatos | ||
|Beta Code=qumiato/s | |Beta Code=qumiato/s | ||
|Definition=Ion. [[θυμιητός]], ή, όν, to [[be burnt as incense]], Hp.''Mul.''2.114; <b class="b3">πᾶν τὸ θ.</b> [[Theophrastus]] ''De Odoribus'' 12; [[capable of giving off fumes]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''387b7: pl., [[θυμιητά]], = [[θυμιάματα]], Aret.''SD''2.11. | |Definition=Ion. [[θυμιητός]], ή, όν, to [[be burnt as incense]], Hp.''Mul.''2.114; <b class="b3">πᾶν τὸ θ.</b> [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 12; [[capable of giving off fumes]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''387b7: pl., [[θυμιητά]], = [[θυμιάματα]], Aret.''SD''2.11. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:32, 2 November 2024
English (LSJ)
Ion. θυμιητός, ή, όν, to be burnt as incense, Hp.Mul.2.114; πᾶν τὸ θ. Thphr. De Odoribus 12; capable of giving off fumes, Arist.Mete.387b7: pl., θυμιητά, = θυμιάματα, Aret.SD2.11.
Russian (Dvoretsky)
θῡμιᾱτός: способный куриться, применимый для курений, курительный: ὕδωρ οὐ θυμιατόν, ἀλλ᾽ ἀτμιστόν Arst. вода не курится, а испаряется.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμιᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ καύσῃ ὡς θυμίαμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 25: - Ἰων. πληθ. θυμιητά, = θυμιάματα, Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θυμιατός, -ή, -όν, Μ και φυμιατός, -ή, -όν, Α και θυμιητός, -ή, -όν) θυμιώ
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. και οπανιότ. το αρσ. ως ουσ.) τὸ θυμιατό(ν) και ὁ θυμιατός
το λιβανιστήρι
μσν.
θύμιασμα, δηλ. το μέρος της εκκλησιαστικής ακολουθίας κατά το οποίο θυμιάζει ο διάκος ή ο ιερέας το εκκλησίασμα
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να κάψει ως θυμίαμα
2. ο ικανός και κατάλληλος να βγάζει καπνό
3. στον πληθ. τὰ θυμιητά
τα θυμιάματα.