ὑμνητής: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑμνητής]], ΝΜΑ, θηλ. [[υμνήτρια]] Ν, θηλ. [[ὑμνήτρια]] και [[ὑμνήστρια]] και [[ὑμνητρίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που ψάλλει ύμνους<br /><b>2.</b> αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, [[εγκωμιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑμνῶ</i>. Ο τ. [[ὑμνήστρια]] [[κατά]] το <i>ὀρχήσ</i>-<i>τρια</i>].
|mltxt=ο / [[ὑμνητής]], ΝΜΑ, θηλ. [[υμνήτρια]] Ν, θηλ. [[ὑμνήτρια]] και [[ὑμνήστρια]] και [[ὑμνητρίς]], -ίδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ψάλλει ύμνους<br /><b>2.</b> αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, [[εγκωμιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑμνῶ</i>. Ο τ. [[ὑμνήστρια]] [[κατά]] το <i>ὀρχήσ</i>-<i>τρια</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:21, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνητής Medium diacritics: ὑμνητής Low diacritics: υμνητής Capitals: ΥΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: hymnētḗs Transliteration B: hymnētēs Transliteration C: ymnitis Beta Code: u(mnhth/s

English (LSJ)

ὑμνητοῦ, ὁ, singer, celebrator, praiser, one who sings of or one who praises, τυραννίδος Pl.R. 568b; performer of hymns, IG22.2361.3.

German (Pape)

[Seite 1178] ὁ, Hymnensänger, Lobsänger, Lobredner, τῆς τυραννίδος Plat. Rep. VIII, 568 b, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui célèbre par ses chants, panégyriste.
Étymologie: ὑμνέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνητής: οῦ ὁ хвалитель (τινος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξυμνῶν ἢ ἐπαινῶν, τυραννίδος Πλάτ. Πολ. 568Β.

Greek Monolingual

ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, -ίδος, Α
1. αυτός που ψάλλει ύμνους
2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ-τρια].

Greek Monotonic

ὑμνητής: -οῦ, ὁ (ὑμνέω), εξυμνητής, αυτός που επαινεί, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὑμνητής, οῦ, ὁ, ὑμνέω
a singer, praiser, Plat.