μεταπεμπτέος: Difference between revisions
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μεταπεμπτέος]], η, ον verb. adj. from [[μεταπέμπω]]<br />to be sent for, Thuc. | |mdlsjtxt=[[μεταπεμπτέος]], η, ον verb. adj. from [[μεταπέμπω]]<br />to be sent for, Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[arcessendus]]'', to [[be summoned]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.25.2/ 6.25.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:33, 16 November 2024
English (LSJ)
α, ον, to be sent for, Th.6.25.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'on peut ou qu'il faut mander.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.
German (Pape)
Adj. verb. zu μεταπέμπω, herbeizuholen, Thuc. 6.25.
Russian (Dvoretsky)
μεταπεμπτέος: за которым следует послать, который нужно требовать (ἐκ τῶν ξυμμάχων Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταπεμπτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ μεταπέμπεσθαι, Θουκ. 6. 25.
Greek Monolingual
μεταπεμπτέος, -α, -ον (Α) μεταπέμπω
αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να μεταπέμψει, να στείλει και να τον καλέσει να έλθει.
Greek Monotonic
μεταπεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να αποσταλεί αλλού, σε Θουκ.
Middle Liddell
μεταπεμπτέος, η, ον verb. adj. from μεταπέμπω
to be sent for, Thuc.
Lexicon Thucydideum
arcessendus, to be summoned, 6.25.2.