εὐσκευέω: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[εὐσκευῶ]] :<br />[[être bien équipé]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκεῦος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 18:30, 16 March 2024
English (LSJ)
to be well equipped, S.Aj.823.
French (Bailly abrégé)
εὐσκευῶ :
être bien équipé.
Étymologie: εὖ, σκεῦος.
German (Pape)
wohl gerüstet sein, Soph. Aj. 810. Von εὔσκευος.
Russian (Dvoretsky)
εὐσκευέω: быть тщательно снаряженным, быть хорошо подготовленным: οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσκευέω: (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι καλῶς παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «καλῶς παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ Αἴας πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.
Greek Monotonic
εὐσκευέω: (όπως αν προερχόταν από το εὔ-σκευος), είμαι καλά εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.