εὐσθενής: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "Philop" to "Philop")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ές, ep. [[ἐϋσθενής]], Qu.Sm. 14.633, <i>[[stark]], [[kräftig]], [[frisch]] und [[gesund]]</i>, Theophr. und Sp.; Luc. <i>[[Philop]]</i>. 28 hat den unregelmäßigen superlat. [[εὐσθενώτατος]].<br><b class="num">• Adv.</b>, Philo und andere Spätere
|ptext=ές, ep. [[ἐϋσθενής]], Qu.Sm. 14.633, <i>[[stark]], [[kräftig]], [[frisch]] und [[gesund]]</i>, Theophr. und Sp.; Luc. <i>Philop</i>. 28 hat den unregelmäßigen superlat. [[εὐσθενώτατος]].<br><b class="num">• Adv.</b>, Philo und andere Spätere
}}
}}

Latest revision as of 22:43, 7 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσθενής Medium diacritics: εὐσθενής Low diacritics: ευσθενής Capitals: ΕΥΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: eusthenḗs Transliteration B: eusthenēs Transliteration C: efsthenis Beta Code: eu)sqenh/s

English (LSJ)

Ep. ἐϋσθενής, εὐσθενές, (σθένος) stout, vigorous, robust, εἶδος Il.Pers.6, cf. Ph.Bel.56.31, Q.S.14.633; strong, firm, σίδηρος APl.4.323 (Mesom.): irreg. Sup. εὐσθενώτατος Ps.-Luc. Philopatr.28. Adv. εὐσθενῶς = vigorously Gal.17(2).185, f.l. in Ph.1.264.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fort, robuste, vigoureux;
Sp. irrég. εὐσθενώτατος.
Étymologie: εὖ, σθένος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσθενής: Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, (σθένος) ἰσχυρός, σθεναρός, ῥωμαλέος, Κόϊντ. Σμ. 14. 633· ἰσχυρός, σίδηρος Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα αὐτόθι σ. 62Α.

Greek Monolingual

εὐσθενής, -ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, -ές)
1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος
2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῦ»).
επίρρ...
εὐσθενῶς (ΑΜ)
με σθένος, με δύναμη
μσν.
φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» — έχω το σθένος, έχω τη δύναμη να...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σθενής (< σθένος), πρβλ. ασθενής, πολυσθενής].

Greek Monotonic

εὐσθενής: Επικ. -ἐϋ-σθ-, -ές (σθένος), ισχυρός, σθεναρός, ρωμαλέος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σθένος
stout, lively, Anth.

German (Pape)

ές, ep. ἐϋσθενής, Qu.Sm. 14.633, stark, kräftig, frisch und gesund, Theophr. und Sp.; Luc. Philop. 28 hat den unregelmäßigen superlat. εὐσθενώτατος.
• Adv., Philo und andere Spätere