μορμολύκειον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] τό ([[μορμολύττω]]), ein [[Schreckbild]], Popanz, Schrecker, Μολοττικοὺς τρέφουσι, μορμολύκεια τοῖς μοιχοῖς, κύνας, Ar. Th. 417; Frg. 97. 187; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια, Plat. Phaed. 77 e; Luc. Philops. 25 Tor. 24, oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0207.png Seite 207]] τό ([[μορμολύττω]]), ein [[Schreckbild]], [[Popanz]], [[Schrecker]], Μολοττικοὺς τρέφουσι, μορμολύκεια τοῖς μοιχοῖς, κύνας, Ar. Th. 417; Frg. 97. 187; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια, Plat. Phaed. 77 e; Luc. Philops. 25 Tor. 24, oft.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μορμολυκεῖον]].
|btext=[[μορμολυκεῖον|μορμολῠκεῖον]] <i>ou</i> [[μορμολύκειον]];<br />ου (τό) :<br />[[mannequin pour faire peur aux enfants]].<br />'''Étymologie:''' [[μορμολύττω]].
}}
{{elru
|elrutext=[[μορμολυκεῖον|μορμολῠκεῖον]]: и [[μορμολύκειον]] τό [[пугало]], [[страшилище]] (τινι Arph.; μὴ [[δεδιέναι]] τὸν θάνατον [[ὥσπερ]] μορμολύκεια Plat.; γιγάντειόν τι Luc.).
}}
{{ls
|lstext=[[μορμολυκεῖον|μορμολῠκεῖον]]: ἢ [[μορμολύκειον]] (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ [[μορμώ]], [[φόβητρον]] ἢ [[προσωπεῖον]] εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - [[μορμολύκη]], ἡ, Στράβ. 19· [[μορμολυκεία]], ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15.
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis

Latest revision as of 11:30, 3 February 2024

German (Pape)

[Seite 207] τό (μορμολύττω), ein Schreckbild, Popanz, Schrecker, Μολοττικοὺς τρέφουσι, μορμολύκεια τοῖς μοιχοῖς, κύνας, Ar. Th. 417; Frg. 97. 187; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια, Plat. Phaed. 77 e; Luc. Philops. 25 Tor. 24, oft.

French (Bailly abrégé)

μορμολῠκεῖον ou μορμολύκειον;
ου (τό) :
mannequin pour faire peur aux enfants.
Étymologie: μορμολύττω.

Russian (Dvoretsky)

μορμολῠκεῖον: и μορμολύκειον τό пугало, страшилище (τινι Arph.; μὴ δεδιέναι τὸν θάνατον ὥσπερ μορμολύκεια Plat.; γιγάντειόν τι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μορμολῠκεῖον: ἢ μορμολύκειον (κατά τινα Ἀντίγραφα), τό, ὡς τὸ μορμώ, φόβητρονπροσωπεῖον εἰς φόβησιν παίδων, Ἀριστοφ. Θεσμ. 417, Ἀποσπ. 97. 187, Πλάτ. Φαίδων 77Ε· πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.: - μορμολύκη, ἡ, Στράβ. 19· μορμολυκεία, ἡ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 15.

Mantoulidis Etymological

(=φόβητρο). Ἀπό το μορμολύττομαι (=φοβερίζω) πού παράγεται ἀπό τό μόρμορος (=φόβος) (ρίζα μυρἠχοποίητη → μορμύρω, μορμυρίζω). Ἴσως ἀκόμη νά παράγεται ἀπό τό Μορμώ (=θηλυκό τέρας, φοβερό, μέ τό ὁποῖο οἱ παραμάνες φοβέριζαν τά παιδιά) + λύκος.

Translations

bogeyman

Arabic Moroccan Arabic: بوعو‎, بو خنشة‎; Basque: hamalau-zaku; Catalan: home del sac, papu; Chinese Mandarin: 怪物, 魔鬼; Czech: bubák; Danish: bussemand, bøhmand; Dutch: boeman, bietebauw; Esperanto: infantimigulo; Estonian: koll; Finnish: mörkö; French: croque-mitaine; Galician: sacaúntos, coco, sacamanteigas, papón; German: Butzemann; Greek: μπαμπούλας; Ancient Greek: Ἀλφιτώ, Γοργόνειον, Λάμια, μορμολύκα, μορμολυκεῖον, μορμολύκειον, μορμολύκη, μορμολυκία, μορμόρυξις, μορμώ, Μορμώ; Hungarian: krampusz, mumus; Italian: uomo nero, babau; Japanese: ブギーマン, 小鬼; Korean: 꼬마 도깨비, 부기맨; Ladino: bambaruto; Latgalian: buba; Latin: larva; Latvian: bubulis; Lithuanian: baubas, bubulis; Norman: croque-mitaine, barbou; Norwegian: busemann; Persian: لولو‎ sg; Polish: czarny lud; Portuguese: bicho-papão, homem do saco, papa-figos; Romanian: baubau, omul negru, gogoriță; Russian: бука, бабай, страшилище, домовой, бугимен; Serbo-Croatian: babaroga, бабарога; Spanish: coco, cuco, cucuy, sacamantecas, hombre del saco; Tajik: буҷӣ; Turkish: gulyabani, hortlak, öcü, karakoncolos, umacı; Vietnamese: ngoáo ộp