μαλάκυνσις: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malakynsis | |Transliteration C=malakynsis | ||
|Beta Code=mala/kunsis | |Beta Code=mala/kunsis | ||
|Definition=-εως, ἡ, = [[μάλαξις]], Alex.Aphr.''Pr.''1.90 (prob.). | |Definition=-εως, ἡ, = [[μάλαξις]] ([[softening]]), Alex.Aphr.''Pr.''1.90 (prob.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:07, 3 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, = μάλαξις (softening), Alex.Aphr.Pr.1.90 (prob.).
German (Pape)
ἡ, Weichmachen, Erweichen (?).
Greek Monolingual
η (Α μαλάκυνσις) μαλακύνω
το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα
νεοελλ.
1. εκθήλυνση
2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση της συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την απόφραξη ενός αιμοφόρου αγγείου από θρόμβωση ή από εμβολή («μαλάκυνση εγκεφάλου» — νέκρωση του εγκεφαλικού ιστού, δευτεροπαθής στην απόφραξη της αρτηρίας που αιματώνει την προσβληθείσα περιοχή).