συμπορθέω: Difference between revisions
τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symportheo | |Transliteration C=symportheo | ||
|Beta Code=sumporqe/w | |Beta Code=sumporqe/w | ||
|Definition=[[help to destroy]] or [[sack]], ος σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας [[Euripides|E.]] | |Definition=[[help to destroy]] or [[sack]], ος σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''888, cf. ''BCH''21.599 (Delph., iv B.C.); <b class="b3">οἱ συμπεπορθημένοι</b> [[involved in like ruin]], Str.8.3.29. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 20:40, 22 March 2024
English (LSJ)
help to destroy or sack, ος σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας E.Or.888, cf. BCH21.599 (Delph., iv B.C.); οἱ συμπεπορθημένοι involved in like ruin, Str.8.3.29.
German (Pape)
[Seite 989] wie συμπέρθω, mit, zugleich, zusammen zerstören; ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Eur. Or. 886.
French (Bailly abrégé)
συμπορθῶ :
dévaster ou ruiner ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πορθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-πορθέω samen (met...) verwoesten, met acc. en dat. iets met iem.
Russian (Dvoretsky)
συμπορθέω: вместе разрушать: σ. τινι Φρύγας Eur. помогать кому-л. разорять Фригию.
Greek Monotonic
συμπορθέω: μέλ. -ήσω, συμβάλλω στην καταστροφή, καταστρέφω από κοινού, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· οἱ συμπεπορθημένοι, αυτοί που περιέπεσαν σε τέτοια καταστροφή, που εκπορθήθηκαν, σε Στράβ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπορθέω: ὡς τὸ συμπέρθω, πορθῶ ὁμοῦ, συγκαταστρέφω, ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Εὐρ. Ὀρ. 888· οἱ συμπεπορθημένοι, οἱ εἰς ὅμοιον ὄλεθρον περιπεσόντες, Στράβ. 353.
Middle Liddell
fut. ήσω
to help to destroy, c. dat. pers., Eur.; οἱ συμπεπορθημένοι involved in like ruin, Strab.