εὔστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(13_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eystreptos
|Transliteration C=eystreptos
|Beta Code=eu)/streptos
|Beta Code=eu)/streptos
|Definition=Ep. <b class="b3">ἐΰστρ</b>-, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-twisted</b>, of leathern ropes, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι <span class="bibl">Od.2.426</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">well-plied, nimble</b>, πόδες <span class="title">AP</span>9.533; <b class="b3">πρόσωπον</b> <b class="b2">turning hither and thither</b>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>3.180</span>.</span>
|Definition=Ep. [[ἐΰστρεπτος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[well-twisted]], of leather ropes, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426.<br><span class="bld">II</span> [[well-plied]], [[nimble]], πόδες ''AP''9.533; [[πρόσωπον]] [[turning hither and thither]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 3.180.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1100.png Seite 1100]] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; [[κάλως]] Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1100.png Seite 1100]] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; [[κάλως]] Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστρεπτος]];<br />ος, ον :<br />[[bien tordu]], [[bien tourné]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔστρεπτος:''' эп. [[ἐΰστρεπτος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[хорошо скрученный]], [[крепко свитый]] ([[βοεύς]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[гибкий]], [[резвый]] (πόδες Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''εὔστρεπτος''': Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, ([[στρέφω]]) [[καλῶς]] συνεστραμμένος, ἐπὶ [[σχοινίων]] ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], [[εὔστροφος]], πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔστρεπτος]], -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)<br />[[ευκίνητος]], [[ελαφρός]] («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[σχοινιά]] και ιμάντες) ο [[στριμμένος]] καλά, ο [[στερεός]] («ἕλκον δ' [[ἱστία]] λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[στρεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔστρεπτος:''' Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον ([[στρέφω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[καλά]] στριφογυρισμένος, λέγεται για [[σχοινιά]] και δερμάτινα λουριά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ελαφρός]], [[εύστροφος]], [[σβέλτος]], [[ευκίνητος]], <i>πόδες</i>, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρέφω]]<br /><b class="num">I.</b> well-[[twisted]], of ropes, Od.<br /><b class="num">II.</b> well-plied, [[nimble]], πόδες Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστρεπτος Medium diacritics: εὔστρεπτος Low diacritics: εύστρεπτος Capitals: ΕΥΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eústreptos Transliteration B: eustreptos Transliteration C: eystreptos Beta Code: eu)/streptos

English (LSJ)

Ep. ἐΰστρεπτος, ον,
A well-twisted, of leather ropes, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426.
II well-plied, nimble, πόδες AP9.533; πρόσωπον turning hither and thither, Nonn. D. 3.180.

German (Pape)

[Seite 1100] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; κάλως Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰστρεπτος;
ος, ον :
bien tordu, bien tourné.
Étymologie: εὖ, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

εὔστρεπτος: эп. ἐΰστρεπτος 2
1 хорошо скрученный, крепко свитый (βοεύς Hom.);
2 гибкий, резвый (πόδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔστρεπτος: Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, (στρέφω) καλῶς συνεστραμμένος, ἐπὶ σχοινίων ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. εὐκίνητος, ἐλαφρός, εὔστροφος, πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.

Greek Monolingual

εὔστρεπτος, -ον (ΑΜ) (Α και ἐΰστρεπτος, -ον (Α)
ευκίνητος, ελαφρός («ἐϋστρέπτοισι πόδεσσιν»)
αρχ.
(για σχοινιά και ιμάντες) ο στριμμένος καλά, ο στερεός («ἕλκον δ' ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῡσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεπτός (< στρέφω)].

Greek Monotonic

εὔστρεπτος: Επικ. ἐΰ-στρ-, -ον (στρέφω),·
I. καλά στριφογυρισμένος, λέγεται για σχοινιά και δερμάτινα λουριά, σε Ομήρ. Οδ.
II. ελαφρός, εύστροφος, σβέλτος, ευκίνητος, πόδες, σε Ανθ.

Middle Liddell

στρέφω
I. well-twisted, of ropes, Od.
II. well-plied, nimble, πόδες Anth.