πάρετος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
m (1 revision imported)
 
(One intermediate revision by one other user not shown)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον ΜΑ [[παρίημί]]<br /><b>1.</b> [[χαλαρός]], [[παράλυτος]], [[παραλυμένος]] («[[μέχρι]] ἄν... διακόψας τὰ νεῡρα ποιήση πάρετον τὸ [[ζῷον]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άτονος]], [[νωθρός]]<br /><b>3.</b> [[τρελός]], αλλόφρονας.
|mltxt=-ον ΜΑ [[παρίημι]]<br /><b>1.</b> [[χαλαρός]], [[παράλυτος]], [[παραλυμένος]] («[[μέχρι]] ἄν... διακόψας τὰ νεῡρα ποιήση πάρετον τὸ [[ζῷον]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άτονος]], [[νωθρός]]<br /><b>3.</b> [[τρελός]], αλλόφρονας.
}}
}}

Latest revision as of 05:57, 4 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρετος Medium diacritics: πάρετος Low diacritics: πάρετος Capitals: ΠΑΡΕΤΟΣ
Transliteration A: páretos Transliteration B: paretos Transliteration C: paretos Beta Code: pa/retos

English (LSJ)

πάρετον, relaxed, palsied, μέλη AP5.54 (Diosc.); π. ποιεῖν τινα D.S.3.26, cf. Aret.SA1.5.

German (Pape)

[Seite 519] ον, abgespannt, schlaff, matt, μέχρι ἂν διακόψας τὰ νεῦρα ποιήσῃ πάρετον τὸ ζῷον, D. Sic. 3, 26; übertr., μέλη, Sosipat. 2 (V, 55).

Russian (Dvoretsky)

πάρετος: [adj. verb. к παρίημι расслабленный, вялый (τὸ ζῷον Diod.; μέλη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πάρετος: -ον, χαλαρός, παράλυτος, μέλη Ἀνθ. ΙΙ. 5. 55· π. ποιεῖν τινα Διόδ. 3. 26, πρβλ. Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάρετος· παραλελυμένος».

Greek Monolingual

-ον ΜΑ παρίημι
1. χαλαρός, παράλυτος, παραλυμένοςμέχρι ἄν... διακόψας τὰ νεῡρα ποιήση πάρετον τὸ ζῷον», Διόδ.)
2. άτονος, νωθρός
3. τρελός, αλλόφρονας.