μεσοποτάμιος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(13_2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(32 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesopotamios
|Transliteration C=mesopotamios
|Beta Code=mesopota/mios
|Beta Code=mesopota/mios
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], α, ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">between rivers</b>, <b class="b3">αἱ μ</b>. (sc. <b class="b3">χῶραι</b>) <span class="bibl">Str.15.1.18</span>; <b class="b3">ἥδε ἡ μ</b>. ib.<span class="bibl">30</span>: esp. as pr. n. Μεσοποτᾰμία (sc. <b class="b3">χώρα</b>), ἡ, <span class="title">Mesopotamia</span>, <span class="bibl">Plb.5.44.6</span>, <span class="bibl">Str.11.12.2</span>, etc.:—hence Μεσοποτᾰμίτης [<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>24</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">in the middle of the river</b>, ἐν μ. νήσῳ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Oth.</span>4</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[between rivers]], <b class="b3">αἱ μ.</b> (''[[sc.]]'' [[χῶραι]]) Str.15.1.18; <b class="b3">ἥδε ἡ μ.</b> ib.30: esp. as pr. n. [[Μεσοποταμία]] (''[[sc.]]'' [[χώρα]]), ἡ, [[Mesopotamia]], Plb.5.44.6, Str.11.12.2, etc.:—hence [[Μεσοποταμίτης]] [ῑ], ου, ὁ, Luc.''Hist.Conscr.''24.<br><span class="bld">II</span> [[in the middle of the river]], ἐν μ. νήσῳ Plu.''Oth.''4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0139.png Seite 139]] α, ον, zwischen Flüssen gelegen; ἡ μεσοποταμία, sc. [[χώρα]], Pol. 5, 44, 6; [[νῆσος]], Plut. Oth. 4, mitten im Flusse. S. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0139.png Seite 139]] α, ον, zwischen Flüssen gelegen; ἡ μεσοποταμία, ''[[sc.]]'' [[χώρα]], Pol. 5, 44, 6; [[νῆσος]], Plut. Oth. 4, mitten im Flusse. S. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[situé entre deux fleuves]] ; ἡ [[Μεσοποταμία]] la [[Mésopotamie]], <i>contrée entre le Tigre et l'Euphrate</i>;<br /><b>2</b> [[situé au milieu d'un fleuve]].<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[ποταμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσοποτάμιος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[находящийся между реками]] (''[[sc.]]'' [[χώρα]] Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[находящийся посреди реки]] ([[νῆσος]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''μεσοποτάμιος''': -α, -ον, ὁ μεταξὺ ποταμῶν· Μεσοποταμία (δηλ. [[χώρα]]), ἡ, [[χώρα]] ἡ μεταξὺ δύο ποταμῶν, [[μάλιστα]] ἡ μεταξὺ Τίγρητος καὶ Εὐφράτου, Mesopotamia, Πολύβ. 5. 44, 6, Στράβ. 521· - Μεσοποταμίτης, [ῑ], -ου, ὁ, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 24. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ποταμοῦ, ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ Πλουτ. Ὄθων 4.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑM [[μεσοποτάμιος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] δύο ποταμών («σῖτός ἐστι [[μικρότερος]] τοῦ πυροῦ γεννᾱται δ' ἐν ταῖς μεσοποταμίαις [χώραις]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[μέσο]] ποταμού («ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Μεσοποταμία</i><br />η [[χώρα]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών ποταμών Τίγρητος και Ευφράτη<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Μεσοποτάμιος</i><br />ο [[κάτοικος]] της Μεσοποταμίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ποτάμιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]]), [[πρβλ]]. [[παραποτάμιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσοποτάμιος:''' -α, -ον, αυτός που βρίσκεται [[ανάμεσα]] σε ποταμούς· [[Μεσοποταμία]] (ενν. [[χώρα]]), <i>ἡ</i>, [[τόπος]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] [[δύο]] ποταμών, [[ιδίως]] αυτή [[μεταξύ]] του Τίγρη και του Ευφράτη, [[Μεσοποταμία]], σε Πολύβ., Στράβ.· [[Μεσοποταμίτης]] <i>[ῑ]</i>, <i>-ου</i>, <i>ὁ</i>, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεσο-[[ποτάμιος]], η, ον<br />[[between]] rivers: [[Μεσοποταμία]], ''[[sc.]]'' [[χώρα]], a [[land]] [[between]] two rivers, esp. that [[between]] the [[Tigris]] and [[Euphrates]], [[Mesopotamia]], Polyb., Strab.:— [[Μεσοποταμίτης]], [ῑ], ου, ὁ, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοποτάμιος Medium diacritics: μεσοποτάμιος Low diacritics: μεσοποτάμιος Capitals: ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΟΣ
Transliteration A: mesopotámios Transliteration B: mesopotamios Transliteration C: mesopotamios Beta Code: mesopota/mios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,
A between rivers, αἱ μ. (sc. χῶραι) Str.15.1.18; ἥδε ἡ μ. ib.30: esp. as pr. n. Μεσοποταμία (sc. χώρα), ἡ, Mesopotamia, Plb.5.44.6, Str.11.12.2, etc.:—hence Μεσοποταμίτης [ῑ], ου, ὁ, Luc.Hist.Conscr.24.
II in the middle of the river, ἐν μ. νήσῳ Plu.Oth.4.

German (Pape)

[Seite 139] α, ον, zwischen Flüssen gelegen; ἡ μεσοποταμία, sc. χώρα, Pol. 5, 44, 6; νῆσος, Plut. Oth. 4, mitten im Flusse. S. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 situé entre deux fleuves ; ἡ Μεσοποταμία la Mésopotamie, contrée entre le Tigre et l'Euphrate;
2 situé au milieu d'un fleuve.
Étymologie: μέσος, ποταμός.

Russian (Dvoretsky)

μεσοποτάμιος: (ᾰ)
1 находящийся между реками (sc. χώρα Polyb.);
2 находящийся посреди реки (νῆσος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσοποτάμιος: -α, -ον, ὁ μεταξὺ ποταμῶν· Μεσοποταμία (δηλ. χώρα), ἡ, χώρα ἡ μεταξὺ δύο ποταμῶν, μάλιστα ἡ μεταξὺ Τίγρητος καὶ Εὐφράτου, Mesopotamia, Πολύβ. 5. 44, 6, Στράβ. 521· - Μεσοποταμίτης, [ῑ], -ου, ὁ, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 24. ΙΙ. ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ποταμοῦ, ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ Πλουτ. Ὄθων 4.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑM μεσοποτάμιος, -ία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών («σῖτός ἐστι μικρότερος τοῦ πυροῦ γεννᾱται δ' ἐν ταῖς μεσοποταμίαις [χώραις]», Στράβ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο μέσο ποταμού («ἐν μεσοποταμίᾳ νήσῳ», Πλούτ.)
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Μεσοποταμία
η χώρα που βρίσκεται μεταξύ τών ποταμών Τίγρητος και Ευφράτη
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεσοποτάμιος
ο κάτοικος της Μεσοποταμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ποτάμιος (< ποταμός), πρβλ. παραποτάμιος.

Greek Monotonic

μεσοποτάμιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε ποταμούς· Μεσοποταμία (ενν. χώρα), , τόπος που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών, ιδίως αυτή μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη, Μεσοποταμία, σε Πολύβ., Στράβ.· Μεσοποταμίτης [ῑ], -ου, , σε Λουκ.

Middle Liddell

μεσο-ποτάμιος, η, ον
between rivers: Μεσοποταμία, sc. χώρα, a land between two rivers, esp. that between the Tigris and Euphrates, Mesopotamia, Polyb., Strab.:— Μεσοποταμίτης, [ῑ], ου, ὁ, Luc.