μεγαλοπράγμων: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui entreprend de grandes choses]].<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πρᾶγμα]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui entreprend de grandes choses]].<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πρᾶγμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοπράγμων:''' 2, gen. ονος [[склонный к широким начинаниям]], [[замышляющий большие дела]] Xen., Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοπράγμων:''' -ον ([[πράσσω]]), αυτός που διατίθεται να πράξει σπουδαία πράγματα, μεγαλόπνοα σχέδια, σε Ξεν.
|lsmtext='''μεγᾰλοπράγμων:''' -ον ([[πράσσω]]), αυτός που διατίθεται να πράξει σπουδαία πράγματα, μεγαλόπνοα σχέδια, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλοπράγμων:''' 2, gen. ονος склонный к широким начинаниям, замышляющий большие дела Xen., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεγᾰλο-πράγμων, ον, [[πράσσω]]<br />disposed to do [[great]] deeds, forming [[great]] designs, Xen.
|mdlsjtxt=μεγᾰλο-πράγμων, ον, [[πράσσω]]<br />disposed to do [[great]] deeds, forming [[great]] designs, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 17:31, 31 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπράγμων Medium diacritics: μεγαλοπράγμων Low diacritics: μεγαλοπράγμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: megaloprágmōn Transliteration B: megalopragmōn Transliteration C: megalopragmon Beta Code: megalopra/gmwn

English (LSJ)

μεγαλοπράγμον, gen. ονος, disposed to do great deeds, forming great designs, X.HG5.2.36, Plu.Ages. 32.

German (Pape)

[Seite 107] ον, große Taten tuend, Großes unternehmend; Xen. Hell. 5, 2, 36; Plut. Agesil. 32; D. C. 63, 17.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui entreprend de grandes choses.
Étymologie: μέγας, πρᾶγμα.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοπράγμων: 2, gen. ονος склонный к широким начинаниям, замышляющий большие дела Xen., Plut.

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλοπράγμων, -ον)
αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυπράγμων].

Greek Monotonic

μεγᾰλοπράγμων: -ον (πράσσω), αυτός που διατίθεται να πράξει σπουδαία πράγματα, μεγαλόπνοα σχέδια, σε Ξεν.

Middle Liddell

μεγᾰλο-πράγμων, ον, πράσσω
disposed to do great deeds, forming great designs, Xen.