ἀναμίξ: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
Latest revision as of 13:50, 16 November 2024
English (LSJ)
Adv. promiscuously, pell-mell, Hdt.1.103, Hellanic.71(a)J., Th.3.107: c. dat., γυναῖκες ἀ. ἀνδράσιν Str.3.3.7, cf. 4.6.3, Jul.Gal. 100c.
Spanish (DGE)
adv.
1 confusamente, en desorden ἀ. ... πάντα ... ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, ἀ. τεταγμένοι Th.3.107, ποιεῖσθαι τὴν μάχην ἀ. Plb.1.45.9, αἰγιαλοὶ ... σεσωρευμένοι ἀ. Plb.16.8.9, cf. AP 4.1.9 (Mel.), Hsch., Sud.
•ἀ. ποιέειν mezclar Hp.Mul.2.205
•de pers. ἀ. ἐκάθητο καὶ ἀθανάτη περ ἐοῦσα se sentaba confundiéndose (entre los hombres) a pesar de ser una inmortal Arat.104.
2 subst. τὸ ἀναμίξ ... τῆς αὐλήσεως la capacidad de combinar modulaciones ... propia del arte de tocar la flauta Philostr.VA 5.21.
3 c. dat. junto, juntamente ἀ. τέκνοις Plb.2.56.7, ἀ. τὰ ἄρρενα τοῖς θήλεσι Arist.HA 621b25, cf. Iul.Gal.100c.
German (Pape)
[Seite 198] vermischt, durcheinander, Her. 1, 103; Thuc. 3, 107 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
pêle-mêle.
Étymologie: ἀναμίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμίξ: adv. вперемешку, как попало, без разбора Her., Thuc., Xen., Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμίξ: ἐπίρρ., ἀναμεμιγμένως, πρὸ τοῦ δὲ ἀναμίξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103· ἀναμὶξ τεταγμένοι Θουκ. 3. 107.
Greek Monolingual
ἀναμίξ επιρρ. (Α) ἀναμείγνυμι
ανάμικτα, ανακατωμένα.
Greek Monotonic
ἀναμίξ: (ἀναμίγνυμι), επίρρ., κατά τύχη, συγκεχυμένα, ανακατωμένα, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
ἀναμίγνυμι
adv., promiscuously, Hdt., Thuc.