ἔλυμα: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elyma | |Transliteration C=elyma | ||
|Beta Code=e)/luma | |Beta Code=e)/luma | ||
|Definition=ατος, τό, (ἐλύω) < | |Definition=-ατος, τό, ([[ἐλύω]]) the [[stock]] of the [[plough]], Hes.''Op.''430,436: also expld. by [[νύσσα]], καὶ τὸ [[ἱμάτιον]], καὶ ἡ [[ἀϊών]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἔλῡμα) -ματος, τό<br /><b class="num">1</b> agr. [[cama del arado]], Hes.<i>Op</i>.430, 436, Poll.1.252, Procl.<i>ad Hes.Op</i>.421, Sch.A.R.3.232, <i>Et.Gen</i>.α 1422.<br /><b class="num">2</b> [[meta]], [[poste]] en torno al cual se hace el giro en las carreras, Hsch.<br /><b class="num">3</b> v. [[εἴλυμα]].<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> <i>we-ru-ma-ta</i>. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0803.png Seite 803]] τό, Scharbaum am Pfluge, an den die Pflugschaar gesteckt wird, Pflughaupt, Hes. O. 428. 434. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[partie inférieure de la charrue où s'adapte le soc]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐλύω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἱστοβοεύς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔλῡμα:''' ατος τό рассоха плуга Hes. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔλῡμα''': τό, ([[ἐλύω]]) κοινῶς «ἀλετροπόδι», εἰς ὃ ἐμβάλλεται ἡ ὕννις, Λατ. dentale, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 428, 434, πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[εἰλύω]] 3 καὶ ἴδε [[γύης]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[ἔλυμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το τελευταίο [[προς]] τα [[πίσω]] [[εξάρτημα]] του κινητού ουραίου τών φορητών πυροβόλων όπλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρος]] του αρότρου όπου στερεώνεται το υνί, [[αλετροπόδι]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔλῡμα:''' -ατος, τό ([[ἐλύω]]), [[καλαπόδι]] ή [[στέλεχος]], [[κορμός]] αρότρου, πάνω στον οποίο στερεωνόταν το υνί, Λατ. dent-ale, σε Ησίοδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἔλῡμα, ατος, τό, [[ἐλύω]]<br />the [[tree]] or [[stock]] of the [[plough]], on [[which]] the [[share]] was [[fixed]], Lat. [[dentale]], Hes. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἐλύω) the stock of the plough, Hes.Op.430,436: also expld. by νύσσα, καὶ τὸ ἱμάτιον, καὶ ἡ ἀϊών, Hsch.
Spanish (DGE)
(ἔλῡμα) -ματος, τό
1 agr. cama del arado, Hes.Op.430, 436, Poll.1.252, Procl.ad Hes.Op.421, Sch.A.R.3.232, Et.Gen.α 1422.
2 meta, poste en torno al cual se hace el giro en las carreras, Hsch.
3 v. εἴλυμα.
• Diccionario Micénico: we-ru-ma-ta.
German (Pape)
[Seite 803] τό, Scharbaum am Pfluge, an den die Pflugschaar gesteckt wird, Pflughaupt, Hes. O. 428. 434.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
partie inférieure de la charrue où s'adapte le soc.
Étymologie: ἐλύω.
Par. ἱστοβοεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἔλῡμα: ατος τό рассоха плуга Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἔλῡμα: τό, (ἐλύω) κοινῶς «ἀλετροπόδι», εἰς ὃ ἐμβάλλεται ἡ ὕννις, Λατ. dentale, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 428, 434, πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλύω 3 καὶ ἴδε γύης.
Greek Monolingual
το (AM ἔλυμα)
νεοελλ.
το τελευταίο προς τα πίσω εξάρτημα του κινητού ουραίου τών φορητών πυροβόλων όπλων
αρχ.
μέρος του αρότρου όπου στερεώνεται το υνί, αλετροπόδι.
Greek Monotonic
ἔλῡμα: -ατος, τό (ἐλύω), καλαπόδι ή στέλεχος, κορμός αρότρου, πάνω στον οποίο στερεωνόταν το υνί, Λατ. dent-ale, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἔλῡμα, ατος, τό, ἐλύω
the tree or stock of the plough, on which the share was fixed, Lat. dentale, Hes.