πολυάϊξ: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
(13_4)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0659.png Seite 659]] ϊκος, wobei es viele heftige Bewegung u. Stöße giebt, mit vieler Bewegung u. Anstrengung verbunden; [[πόλεμος]], Il. 1, 165 u. öfter, auch [[κάματος]], 5, 811. Die Alten erkl. [[πολυόρμητος]] u. [[πολυκίνητος]]. Vgl. auch [[πολυάϊκος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0659.png Seite 659]] ϊκος, wobei es viele heftige Bewegung u. Stöße giebt, mit vieler Bewegung u. Anstrengung verbunden; [[πόλεμος]], Il. 1, 165 u. öfter, auch [[κάματος]], 5, 811. Die Alten erkl. [[πολυόρμητος]] u. [[πολυκίνητος]]. Vgl. auch [[πολυάϊκος]].
}}
{{bailly
|btext=ϊκος (ὁ, ἡ)<br />impétueux, <i>propr.</i> aux bonds répétés <i>ou</i> violents.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀΐσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ικος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[ορμητικός]], [[σφοδρός]] («τὸ μὲν πλεῖον [[πολυάϊκος]] πολέμοιο χεῖρες ἐμαὶ διέπουσ'», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κάματος]] πολυᾱϊξ» — [[κόπωση]] που προέρχεται από την [[ορμή]] στον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ᾱιξ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>αιξ</i>-, <b>πρβλ.</b> μέλλ. <i>ἀΐξ</i>-<i>ω</i> του <i>ἀΐσσω</i> «[[αναπηδώ]], [[εφορμώ]]»), [[πρβλ]]. [[κορυθάιξ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυάϊξ:''' [ᾱ], -ῑκος, [[πολύ]] [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[βίαιος]], σε Όμηρ.· [[κάματος]] [[πολυάϊξ]], [[κούραση]] που προέρχεται από την [[ορμή]] στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυάϊξ:''' ϊκος (ᾱῑ) adj. стремительный, бурный, т. е. утомительный, изнурительный ([[πόλεμος]], [[κάματος]] Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=πολυάϊξ -ϊκος &#91;[[πολύς]], [[ἀΐσσω]]] [[woest]], [[onstuimig]]:. κάματος πολυάϊξ vermoeidheid door onstuimigheid (in de strijd) Il. 5.811.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 659] ϊκος, wobei es viele heftige Bewegung u. Stöße giebt, mit vieler Bewegung u. Anstrengung verbunden; πόλεμος, Il. 1, 165 u. öfter, auch κάματος, 5, 811. Die Alten erkl. πολυόρμητος u. πολυκίνητος. Vgl. auch πολυάϊκος.

French (Bailly abrégé)

ϊκος (ὁ, ἡ)
impétueux, propr. aux bonds répétés ou violents.
Étymologie: πολύς, ἀΐσσω.

Greek Monolingual

-ικος, ὁ, ἡ, Α
1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο χεῖρες ἐμαὶ διέπουσ'», Ομ. Οδ.)
2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» — κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ᾱιξ (< θ. αιξ-, πρβλ. μέλλ. ἀΐξ-ω του ἀΐσσω «αναπηδώ, εφορμώ»), πρβλ. κορυθάιξ].

Greek Monotonic

πολυάϊξ: [ᾱ], -ῑκος, πολύ σφοδρός, ορμητικός, βίαιος, σε Όμηρ.· κάματος πολυάϊξ, κούραση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πολυάϊξ: ϊκος (ᾱῑ) adj. стремительный, бурный, т. е. утомительный, изнурительный (πόλεμος, κάματος Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάϊξ -ϊκος [πολύς, ἀΐσσω] woest, onstuimig:. κάματος πολυάϊξ vermoeidheid door onstuimigheid (in de strijd) Il. 5.811.