παλίμπλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palimplytos
|Transliteration C=palimplytos
|Beta Code=pali/mplutos
|Beta Code=pali/mplutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">washed up again, vamped up</b>: metaph., of a <b class="b2">plagiarist who retouches the works of others</b> and passes them off for his own, κηφὴν π. <span class="title">AP</span>7.708 (Diosc.).</span>
|Definition=παλίμπλυτον, [[washed up again]], [[vamped up]]: metaph., of a [[plagiarist who retouches the works of others]] and passes them off for his own, κηφὴν π. ''AP''7.708 (Diosc.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] wieder gewaschen; übtr. κηφὴν παλ., Diosc. 30 (VII, 708), der die Werke Anderer wieder aufputzt und für die seinigen ausgiebt, plagiarius.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0449.png Seite 449]] wieder gewaschen; übtr. κηφὴν παλ., Diosc. 30 (VII, 708), der die Werke Anderer wieder aufputzt und für die seinigen ausgiebt, plagiarius.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lave pour refaire, <i>càd, fig.</i> plagiaire.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλύνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παλίμπλυτος -ον &#91;[[πάλιν]], [[πλύνω]]] opnieuw gewassen, opgepoetst; overdr., verwijzend naar clichés of plagiaat tweedehands.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίμπλῠτος:''' перемывающий, т. е. подчищающий (чужие рукописи, чтобы выдать их за свои): π. [[κηφήν]] Anth. трутень-плагиатор.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλίμπλυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλύθηκε εκ νέου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για λογοκλόπο) αυτός που επεξεργάζεται ή τροποποιεί τα έργα τών άλλων και τά εκδίδει σαν να ήταν δικά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[πλυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλύνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίμπλῠτος:''' -ον, αυτός που πλένεται από την [[αρχή]], συρραμμένος, συγκολλημένος· μεταφ., λέγεται για λογοκλόπο, σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''πᾰλίμπλυτος''': -ον, ἐκ νέου πλυθείς, ἀνακαθαρθείς· μεταφορ., ἐπὶ συγγραφέως σφετεριζομένου τὰ ἔργα τῶν ἄλλων, ἀνακαινίζοντος ἢ τροποποιοῦντος αὐτὰ καὶ ἐκδιδόντος ὡς ἴδια [[ἑαυτοῦ]], Ἀνθ. Π. 7. 708.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-πλῠτος, ον,<br />washed up [[again]], vamped up; metaph. of a plagiarist, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμπλῠτος Medium diacritics: παλίμπλυτος Low diacritics: παλίμπλυτος Capitals: ΠΑΛΙΜΠΛΥΤΟΣ
Transliteration A: palímplytos Transliteration B: palimplytos Transliteration C: palimplytos Beta Code: pali/mplutos

English (LSJ)

παλίμπλυτον, washed up again, vamped up: metaph., of a plagiarist who retouches the works of others and passes them off for his own, κηφὴν π. AP7.708 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 449] wieder gewaschen; übtr. κηφὴν παλ., Diosc. 30 (VII, 708), der die Werke Anderer wieder aufputzt und für die seinigen ausgiebt, plagiarius.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lave pour refaire, càd, fig. plagiaire.
Étymologie: πάλιν, πλύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμπλυτος -ον [πάλιν, πλύνω] opnieuw gewassen, opgepoetst; overdr., verwijzend naar clichés of plagiaat tweedehands.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμπλῠτος: перемывающий, т. е. подчищающий (чужие рукописи, чтобы выдать их за свои): π. κηφήν Anth. трутень-плагиатор.

Greek Monolingual

παλίμπλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που πλύθηκε εκ νέου
2. μτφ. (για λογοκλόπο) αυτός που επεξεργάζεται ή τροποποιεί τα έργα τών άλλων και τά εκδίδει σαν να ήταν δικά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλυτός (< πλύνω)].

Greek Monotonic

πᾰλίμπλῠτος: -ον, αυτός που πλένεται από την αρχή, συρραμμένος, συγκολλημένος· μεταφ., λέγεται για λογοκλόπο, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπλυτος: -ον, ἐκ νέου πλυθείς, ἀνακαθαρθείς· μεταφορ., ἐπὶ συγγραφέως σφετεριζομένου τὰ ἔργα τῶν ἄλλων, ἀνακαινίζοντος ἢ τροποποιοῦντος αὐτὰ καὶ ἐκδιδόντος ὡς ἴδια ἑαυτοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 708.

Middle Liddell

πᾰλίμ-πλῠτος, ον,
washed up again, vamped up; metaph. of a plagiarist, Anth.