ἐμπόρευμα: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(5)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emporevma
|Transliteration C=emporevma
|Beta Code=e)mpo/reuma
|Beta Code=e)mpo/reuma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">merchandise</b>, in pl., <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>3.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Hier.</span>9.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">traffic</b>, Hsch.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[merchandise]], in plural, X.''Vect.''3.4, ''Hier.''9.11.<br><span class="bld">II</span> [[traffic]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[mercancía]] gener. plu. ἀγαθὸν ... ἐμπορεύμασιν ὠφελεῖν τὴν πόλιν X.<i>Vect</i>.3.4, cf. <i>Hier</i>.9.11, Gr.Naz.M.36.173A, Eust.686.42, τὰ οὐράνια ἐμπορεύματα los bienes celestiales</i>, <i>H.Mon</i>.14.21.<br /><b class="num">2</b> [[actividad comercial]] Hsch.<br /><b class="num">•</b>fig., c. gen. abstr. [[trato]], [[relación]] τῆς εὐσεβείας Basil.M.31.1381C, ἀρετῆς Chrys.M.49.265.<br /><b class="num">3</b> [[beneficio]], [[ganancia]] fig. ἐ. τῆς ἐμῆς εὐχῆς Gr.Naz.M.37.1043A, νήψεως καὶ ἀσφαλείας Isid.Pel.<i>Ep</i>.M.78.316A.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] τό, Gegenstand des Handels, Waare, Xen. Hier. 9, 11 Vect. 3, 4.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[marchandise]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπορεύομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπόρευμα:''' ατος τό преимущ. pl. товар Xen.
}}
{{ls
|lstext='''ἐμπόρευμα''': τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ξεν. Πόροι 3. 4, Ἱέρ. 9. 11.
}}
{{grml
|mltxt=και εμπόρεμα, το (AM [[εμπόρευμα]])<br />[[κάθε]] [[φυσικό]] ή τεχνητό [[προϊόν]] για το οποίο γίνεται [[αγοραπωλησία]], εμπορεύσιμο [[είδος]], [[πραμάτεια]] («ελεύθερο [[εμπόρευμα]]» — αυτό που παραδίδεται από τον πωλητή στον αγοραστή ελεύθερο από έξοδα μεταφοράς).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπόρευμα:''' -ατος, τό, [[εμπόρευμα]], [[αγαθό]], [[πραμάτεια]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐμπόρευμα]], ατος, τό, <i>n</i><br />[[merchandise]], Xen. [from [[ἐμπορεύομαι]]
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόρευμα Medium diacritics: ἐμπόρευμα Low diacritics: εμπόρευμα Capitals: ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ
Transliteration A: empóreuma Transliteration B: emporeuma Transliteration C: emporevma Beta Code: e)mpo/reuma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A merchandise, in plural, X.Vect.3.4, Hier.9.11.
II traffic, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 mercancía gener. plu. ἀγαθὸν ... ἐμπορεύμασιν ὠφελεῖν τὴν πόλιν X.Vect.3.4, cf. Hier.9.11, Gr.Naz.M.36.173A, Eust.686.42, τὰ οὐράνια ἐμπορεύματα los bienes celestiales, H.Mon.14.21.
2 actividad comercial Hsch.
fig., c. gen. abstr. trato, relación τῆς εὐσεβείας Basil.M.31.1381C, ἀρετῆς Chrys.M.49.265.
3 beneficio, ganancia fig. ἐ. τῆς ἐμῆς εὐχῆς Gr.Naz.M.37.1043A, νήψεως καὶ ἀσφαλείας Isid.Pel.Ep.M.78.316A.

German (Pape)

[Seite 816] τό, Gegenstand des Handels, Waare, Xen. Hier. 9, 11 Vect. 3, 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
marchandise.
Étymologie: ἐμπορεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπόρευμα: ατος τό преимущ. pl. товар Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόρευμα: τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ξεν. Πόροι 3. 4, Ἱέρ. 9. 11.

Greek Monolingual

και εμπόρεμα, το (AM εμπόρευμα)
κάθε φυσικό ή τεχνητό προϊόν για το οποίο γίνεται αγοραπωλησία, εμπορεύσιμο είδος, πραμάτεια («ελεύθερο εμπόρευμα» — αυτό που παραδίδεται από τον πωλητή στον αγοραστή ελεύθερο από έξοδα μεταφοράς).

Greek Monotonic

ἐμπόρευμα: -ατος, τό, εμπόρευμα, αγαθό, πραμάτεια, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐμπόρευμα, ατος, τό, n
merchandise, Xen. [from ἐμπορεύομαι