βαθύθριξ: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(13_3)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=βαθύθριξ
|Medium diacritics=βαθύθριξ
|Low diacritics=βαθύθριξ
|Capitals=ΒΑΘΥΘΡΙΞ
|Transliteration A=bathýthrix
|Transliteration B=bathythrix
|Transliteration C=vathythriks
|Beta Code=baqu/qric
|Definition=-τριχος, ὁ, ἡ, [[with thick]], [[long mane]], Opp. ''C.'' 1.314; of sheep, [[with thick]] or [[long wool]], ''h.Ap.'' 412.
}}
{{DGE
|dgtxt=(βᾰθύθριξ) -τρῐχος<br />[[de larga vedija]] μῆλα <i>h.Ap</i>.412, δειρή de un caballo, Opp.<i>C</i>.314.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0424.png Seite 424]] τριχος, mit dickem, langem Haar, μῆλα βαθύτριχα (was auch von βαθύτριχος kommen kann), dichtwollig, H. h. Apoll. 412; ἵππου βαθύτριχα δείρην, dichtmähnig, Opp. C. 1, 314.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0424.png Seite 424]] τριχος, mit dickem, langem Haar, μῆλα βαθύτριχα (was auch von βαθύτριχος kommen kann), dichtwollig, H. h. Apoll. 412; ἵππου βαθύτριχα δείρην, dichtmähnig, Opp. C. 1, 314.
}}
{{bailly
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> [[aux cheveux touffus]];<br /><b>2</b> [[à l'épaisse toison]].<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[θρίξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύθριξ:''' τριχος adj. глубокорунный (μῆλα HH).
}}
{{ls
|lstext='''βᾰθύθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ πυκνὰς τρίχας, Ὀππ. Κυν. 1. 313· ἐπὶ προβάτων ἐχόντων πυκνὰ ἢ μακρὰ ἔρια, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 412.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαθύθριξ]] (-τριχος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει μακριές και πυκνές [[τρίχες]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύθριξ:''' -τρῐχος, ὁ, ἡ, λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν [[μακριά]] ή [[πυκνά]] μαλλιά, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=of [[sheep]], with [[thick]] [[wool]], Hhymn.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαθύθριξ Medium diacritics: βαθύθριξ Low diacritics: βαθύθριξ Capitals: ΒΑΘΥΘΡΙΞ
Transliteration A: bathýthrix Transliteration B: bathythrix Transliteration C: vathythriks Beta Code: baqu/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with thick, long mane, Opp. C. 1.314; of sheep, with thick or long wool, h.Ap. 412.

Spanish (DGE)

(βᾰθύθριξ) -τρῐχος
de larga vedija μῆλα h.Ap.412, δειρή de un caballo, Opp.C.314.

German (Pape)

[Seite 424] τριχος, mit dickem, langem Haar, μῆλα βαθύτριχα (was auch von βαθύτριχος kommen kann), dichtwollig, H. h. Apoll. 412; ἵππου βαθύτριχα δείρην, dichtmähnig, Opp. C. 1, 314.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ)
1 aux cheveux touffus;
2 à l'épaisse toison.
Étymologie: βαθύς, θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύθριξ: τριχος adj. глубокорунный (μῆλα HH).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ πυκνὰς τρίχας, Ὀππ. Κυν. 1. 313· ἐπὶ προβάτων ἐχόντων πυκνὰ ἢ μακρὰ ἔρια, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 412.

Greek Monolingual

βαθύθριξ (-τριχος), ο, η (Α)
αυτός που έχει μακριές και πυκνές τρίχες.

Greek Monotonic

βᾰθύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, λέγεται για πρόβατα, αυτά που έχουν μακριά ή πυκνά μαλλιά, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

of sheep, with thick wool, Hhymn.