νυκτερεύω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nyktereyo
|Transliteration C=nyktereyo
|Beta Code=nuktereu/w
|Beta Code=nuktereu/w
|Definition=(νύκτερος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pass the night</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>4.2.22</span> ; ν. ἀθλίως <span class="bibl">Timocl.16.1</span> ; of troops, <b class="b2">bivouac</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.4.11</span> ; <b class="b3">ἐν τοῖς ὅπλοις ν</b>. ib.<span class="bibl">6.4.27</span> :—so in Med., <b class="b2">pass a sleepless night</b>, Timachid. ap. <span class="bibl">Ath.15.699e</span>.</span>
|Definition=([[νύκτερος]]) [[pass the night]], Id.''Cyr.''4.2.22; ν. ἀθλίως Timocl.16.1; of troops, [[bivouac]], X.''An.''4.4.11; <b class="b3">ἐν τοῖς ὅπλοις ν.</b> ib.6.4.27:—so in Med., [[pass a sleepless night]], Timachid. ap. Ath.15.699e.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐνυκτέρευσα;<br /><b>1</b> [[dormir pendant la nuit]];<br /><b>2</b> [[passer la nuit en un lieu]].<br />'''Étymologie:''' [[νύκτερος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>sich die [[Nacht]] [[aufhalten]], [[wachen]]</i>; ἐν οἰκίαις, Aesch. 1.75; Xen. <i>Cyr</i>. 4.2.22, <i>An</i>. 4.4.11 und Sp., wie Pol. 16.37.2.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτερεύω:''' [[проводить ночь]] (преимущ. без сна), ночевать (ἐν οἰκίαις Aesch.; ἐν ὅπλοις Xen.; περὶ τὸν τάφον Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτερεύω''': ([[νύκτερος]]), [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 22· νυκτερεύσας δ’ ἀθλίως Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4· ἐπὶ στρατιωτῶν, φυλάττω νυκτερινὴν φυλακήν, παραφυλάττω, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ν. ἐν ὅπλοις [[αὐτόθι]] 6. 4, 27· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 699D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νυκτερεύειν ἀγρυπνεῖν».
|lstext='''νυκτερεύω''': ([[νύκτερος]]), [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 22· νυκτερεύσας δ’ ἀθλίως Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4· ἐπὶ στρατιωτῶν, φυλάττω νυκτερινὴν φυλακήν, παραφυλάττω, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ν. ἐν ὅπλοις [[αὐτόθι]] 6. 4, 27· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 699D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νυκτερεύειν ἀγρυπνεῖν».
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[νυκτερεύω]])<br /><b>βλ.</b> <i>νυχτερευω</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυκτερεύω:''' ([[νύκτερος]]), μέλ. <i>-σω</i>, περνώ όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, είμαι σε [[επιφυλακή]] τη [[νύχτα]], βρίσκομαι σε νυχτερινή [[σκοπιά]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νύκτερος]]<br />to [[pass]] the [[night]], Xen.: of soldiers, to [[keep]] [[watch]] by [[night]], [[bivouac]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερεύω Medium diacritics: νυκτερεύω Low diacritics: νυκτερεύω Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΩ
Transliteration A: nyktereúō Transliteration B: nyktereuō Transliteration C: nyktereyo Beta Code: nuktereu/w

English (LSJ)

(νύκτερος) pass the night, Id.Cyr.4.2.22; ν. ἀθλίως Timocl.16.1; of troops, bivouac, X.An.4.4.11; ἐν τοῖς ὅπλοις ν. ib.6.4.27:—so in Med., pass a sleepless night, Timachid. ap. Ath.15.699e.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐνυκτέρευσα;
1 dormir pendant la nuit;
2 passer la nuit en un lieu.
Étymologie: νύκτερος.

German (Pape)

sich die Nacht aufhalten, wachen; ἐν οἰκίαις, Aesch. 1.75; Xen. Cyr. 4.2.22, An. 4.4.11 und Sp., wie Pol. 16.37.2.

Russian (Dvoretsky)

νυκτερεύω: проводить ночь (преимущ. без сна), ночевать (ἐν οἰκίαις Aesch.; ἐν ὅπλοις Xen.; περὶ τὸν τάφον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερεύω: (νύκτερος), διέρχομαι τὴν νύκτα, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 22· νυκτερεύσας δ’ ἀθλίως Τιμοκλῆς ἐν «Ἰκαρίοις σατύροις» 4· ἐπὶ στρατιωτῶν, φυλάττω νυκτερινὴν φυλακήν, παραφυλάττω, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 11· ν. ἐν ὅπλοις αὐτόθι 6. 4, 27· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀθήν. 699D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νυκτερεύειν ἀγρυπνεῖν».

Greek Monolingual

(ΑΜ νυκτερεύω)
βλ. νυχτερευω.

Greek Monotonic

νυκτερεύω: (νύκτερος), μέλ. -σω, περνώ όλη τη διάρκεια της νύχτας, σε Ξεν.· λέγεται για στρατιώτες, είμαι σε επιφυλακή τη νύχτα, βρίσκομαι σε νυχτερινή σκοπιά, στον ίδ.

Middle Liddell

νύκτερος
to pass the night, Xen.: of soldiers, to keep watch by night, bivouac, Xen.