κρεμβαλιάζω: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(6_1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kremvaliazo | |Transliteration C=kremvaliazo | ||
|Beta Code=krembalia/zw | |Beta Code=krembalia/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[mark time with castanets]], Hermipp.31 (-ίζουσι codd. Ath.), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρεμβᾰλῐάζω''': ([[κρέμβαλα]]) κρούων τὰ [[κρέμβαλα]] φυλάττω χρόνον, εὔρυθμόν τινα ἦχον ποιῶ τοῖς ὀρχουμένοις διὰ τῶν κρεμβάλων, [[ἅπερ]] [[ἐνίοτε]] ἦσαν κογχύλια ἢ ὄστρακα κ.τ.τ., λεπάδας δὲ πετρῶν ἀποκόπτοντες κρεμβαλιάζουσι Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 5 (κοινῶς: κρεμβαλίζουσι), πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1305, Ἡσύχ. | |lstext='''κρεμβᾰλῐάζω''': ([[κρέμβαλα]]) κρούων τὰ [[κρέμβαλα]] φυλάττω χρόνον, εὔρυθμόν τινα ἦχον ποιῶ τοῖς ὀρχουμένοις διὰ τῶν κρεμβάλων, [[ἅπερ]] [[ἐνίοτε]] ἦσαν κογχύλια ἢ ὄστρακα κ.τ.τ., λεπάδας δὲ πετρῶν ἀποκόπτοντες κρεμβαλιάζουσι Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 5 (κοινῶς: κρεμβαλίζουσι), πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1305, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρεμβαλιάζω]] (Α) [[κρέμβαλον]]<br />[[κρατώ]] τον ρυθμό κρούοντας τα [[κρέμβαλα]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit der [[Klapper]], [[κρέμβαλον]] [[spielen]], [[klappern]]</i>, bes. <i>den Takt zum Tanze [[angeben]]</i>; Hermipp. bei Ath. XIV.636e. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:26, 25 August 2023
English (LSJ)
mark time with castanets, Hermipp.31 (-ίζουσι codd. Ath.), cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμβᾰλῐάζω: (κρέμβαλα) κρούων τὰ κρέμβαλα φυλάττω χρόνον, εὔρυθμόν τινα ἦχον ποιῶ τοῖς ὀρχουμένοις διὰ τῶν κρεμβάλων, ἅπερ ἐνίοτε ἦσαν κογχύλια ἢ ὄστρακα κ.τ.τ., λεπάδας δὲ πετρῶν ἀποκόπτοντες κρεμβαλιάζουσι Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 5 (κοινῶς: κρεμβαλίζουσι), πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1305, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κρεμβαλιάζω (Α) κρέμβαλον
κρατώ τον ρυθμό κρούοντας τα κρέμβαλα.
German (Pape)
mit der Klapper, κρέμβαλον spielen, klappern, bes. den Takt zum Tanze angeben; Hermipp. bei Ath. XIV.636e.