ἐπικρεμάννυμι: Difference between revisions
(6_23) |
(CSV import) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikremannymi | |Transliteration C=epikremannymi | ||
|Beta Code=e)pikrema/nnumi | |Beta Code=e)pikrema/nnumi | ||
|Definition=and ἐπικρεμαννύω, < | |Definition=and [[ἐπικρεμαννύω]],<br><span class="bld">A</span> [[hang over]], ἄτην τινί Thgn.206 codd.; κίνδυνον Plb.2.31.7; φόβον [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.50.<br><span class="bld">II</span>. Pass., [[ἐπικρέμαμαι]], aor. ἐπεκρεμάσθην, [[overhang]], of a rock, ''h.Ap.''284; <b class="b3">οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇ</b> ἀγορᾷ Plu.''Publ.''10: metaph., [[hang over]], [[threaten]], θάνατος Simon.39.3; δόλιος αἰών Pi.''I.''8(7).14 (tm.); τιμωρία Th.2.53; <b class="b3">ἐπικρεμάμενος κίνδυνος</b> [[impending]] danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., <b class="b3">ἐπικρέμαθ' ἧμιν</b> ὄλεθρος A.R.3.483; Ep.3pl. impf. ἐπεκρεμόωντο [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 20.173. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0953.png Seite 953]] (s. [[κρεμάννυμι]]), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερθε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; [[οἶκος]] ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται [[θάνατος]], droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν [[ὄλεθρος]] Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασθέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην [[ἐξοπίσω]] παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., [[ἆθλος]] ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0953.png Seite 953]] (s. [[κρεμάννυμι]]), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερθε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; [[οἶκος]] ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται [[θάνατος]], droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν [[ὄλεθρος]] Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασθέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην [[ἐξοπίσω]] παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., [[ἆθλος]] ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[suspendre au-dessus de]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κρεμάννυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικρεμάννῡμι:''' (aor. ἐπεκρέμασα) вешать (над чем-л.), подвешивать: ἐ. τινὶ κίνδυνον Polyb. подвергать кого-л. опасности; ἐ. φόβον Diod. держать в страхе. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικρεμάννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -[[κρεμῶ]]. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι [[ἄνωθεν]], περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ [[οἶκος]] ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., [[ἐπίκειμαι]], ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, [[θάνατος]] Σιμων. 48˙ [[δόλιος]] αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ [[τιμωρία]] Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος [[κίνδυνος]], ἐπικείμενος [[κίνδυνος]], ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ | |lstext='''ἐπικρεμάννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -[[κρεμῶ]]. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι [[ἄνωθεν]], περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ [[οἶκος]] ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., [[ἐπίκειμαι]], ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, [[θάνατος]] Σιμων. 48˙ [[δόλιος]] αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ [[τιμωρία]] Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος [[κίνδυνος]], ἐπικείμενος [[κίνδυνος]], ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ μετὰ δοτ. προσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 483˙ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐπικρεμόωνται Νόνν. Δ. 20. 173. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπικρεμάννυμι]] και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α)<br /><b>1.</b> [[κρεμώ]] από [[ψηλά]], από [[πάνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κρεμώ]], [[σείω]] [[κάτι]] [[κακό]] [[πάνω]] από κάποιον, [[απειλώ]] («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν [[χρέος]] οὐδὲ φίλοισιν ἄτην [[ἐξοπίσω]] παισὶν ἐπεκρέμασεν», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρεμάννυμι]] «[[κρεμώ]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικρεμάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -κρεμάσω [ᾰ], Αττ. -[[κρεμῶ]]· αόρ. αʹ <i>-εκέρᾰσα</i>, Επικ. απαρ. -[[κρῆσαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κρεμώ]] [[κάτι]] πάνω σε, <i>τί τινι</i>, σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ἐπικρέμαμαι]], αόρ. αʹ <i>-εκρεμάσθην</i>· [[κρέμομαι]] από πάνω, λέγεται για βράχο, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· μεταφ., [[επίκειμαι]], [[απειλώ]], Λατ. imminere, σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -κρεμάσω Attic -[[κρεμῶ]] aor1 -εκέρᾰσα epic inf. -[[κρῆσαι]] [[pass]] [[ἐπικρέμαμαι]] aor1 -εκρεμάσθην<br /><b class="num">I.</b> to [[hang]] [[over]], τί τινι Theogn.<br /><b class="num">II.</b> Pass., to [[overhang]], of a [[rock]], Hhymn., Plut.: —metaph. to [[hang]] [[over]], Lat. imminere, Thuc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[impendere]], [[imminere]]'', to [[threaten]], [[loom over]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.18.2/ 1.18.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.53.4/ 2.53.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.40.7/ 3.40.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.75.7/ 7.75.7]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:22, 16 November 2024
English (LSJ)
and ἐπικρεμαννύω,
A hang over, ἄτην τινί Thgn.206 codd.; κίνδυνον Plb.2.31.7; φόβον D.S.16.50.
II. Pass., ἐπικρέμαμαι, aor. ἐπεκρεμάσθην, overhang, of a rock, h.Ap.284; οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇ ἀγορᾷ Plu.Publ.10: metaph., hang over, threaten, θάνατος Simon.39.3; δόλιος αἰών Pi.I.8(7).14 (tm.); τιμωρία Th.2.53; ἐπικρεμάμενος κίνδυνος impending danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., ἐπικρέμαθ' ἧμιν ὄλεθρος A.R.3.483; Ep.3pl. impf. ἐπεκρεμόωντο Nonn. D. 20.173.
German (Pape)
[Seite 953] (s. κρεμάννυμι), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερθε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται θάνατος, droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασθέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., ἆθλος ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237).
French (Bailly abrégé)
suspendre au-dessus de.
Étymologie: ἐπί, κρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικρεμάννῡμι: (aor. ἐπεκρέμασα) вешать (над чем-л.), подвешивать: ἐ. τινὶ κίνδυνον Polyb. подвергать кого-л. опасности; ἐ. φόβον Diod. держать в страхе.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρεμάννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -κρεμῶ. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι ἄνωθεν, περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., ἐπίκειμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, θάνατος Σιμων. 48˙ δόλιος αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ τιμωρία Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος κίνδυνος, ἐπικείμενος κίνδυνος, ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ μετὰ δοτ. προσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 483˙ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐπικρεμόωνται Νόνν. Δ. 20. 173.
Greek Monolingual
ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α)
1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω
2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρεμάννυμι «κρεμώ»].
Greek Monotonic
ἐπικρεμάννῡμι: και -ύω, μέλ. -κρεμάσω [ᾰ], Αττ. -κρεμῶ· αόρ. αʹ -εκέρᾰσα, Επικ. απαρ. -κρῆσαι·
I. κρεμώ κάτι πάνω σε, τί τινι, σε Θέογν.
II. Παθ., ἐπικρέμαμαι, αόρ. αʹ -εκρεμάσθην· κρέμομαι από πάνω, λέγεται για βράχο, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· μεταφ., επίκειμαι, απειλώ, Λατ. imminere, σε Θουκ.
Middle Liddell
and -ύω fut. -κρεμάσω Attic -κρεμῶ aor1 -εκέρᾰσα epic inf. -κρῆσαι pass ἐπικρέμαμαι aor1 -εκρεμάσθην
I. to hang over, τί τινι Theogn.
II. Pass., to overhang, of a rock, Hhymn., Plut.: —metaph. to hang over, Lat. imminere, Thuc.
Lexicon Thucydideum
impendere, imminere, to threaten, loom over, 1.18.2, 2.53.4, 3.40.7, 7.75.7.