στηρικτικός: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stiriktikos
|Transliteration C=stiriktikos
|Beta Code=sthriktiko/s
|Beta Code=sthriktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">stationary</b>, of planetary phases, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>5.87</span>.</span>
|Definition=στηρικτική, στηρικτικόν, [[stationary]], of planetary phases, Procl.''Hyp.''5.87.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στηρικτικός''': -ή, -όν, ὁ σταθερῶς ἐμπεπηγμένος, [[ἀκίνητος]], Πρόκλ.· ― [[ὡσαύτως]] στηρικτός, ή, όν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 73, Ἰσίδ. 4. 26.
|lstext='''στηρικτικός''': -ή, -όν, ὁ σταθερῶς ἐμπεπηγμένος, [[ἀκίνητος]], Πρόκλ.· ― [[ὡσαύτως]] στηρικτός, ή, όν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 73, Ἰσίδ. 4. 26.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στηρικτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στηρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατάλληλος]] για [[στήριξη]], αυτός που χρησιμεύει για [[στήριξη]] («στηρικτικά όργανα»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σαφής]], [[καταφανής]] («Ἀναστασίου μοναχοῦ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)<br /><b>αρχ.</b><br />(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) [[ακίνητος]], [[στάσιμος]] («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).<br /> -ή, -ό, Ν<br /><b>φρ.</b> «[[στηρικτικός]] [[ιστός]]»<br /><b>βοτ.</b> [[μόνιμος]] [[σύνθετος]] [[ιστός]] τών [[φυτών]] που αποτελείται από δύο τύπους, το [[κολλέγχυμα]] και το [[σκληρέγχυμα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηρικτικός Medium diacritics: στηρικτικός Low diacritics: στηρικτικός Capitals: ΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stēriktikós Transliteration B: stēriktikos Transliteration C: stiriktikos Beta Code: sthriktiko/s

English (LSJ)

στηρικτική, στηρικτικόν, stationary, of planetary phases, Procl.Hyp.5.87.

Greek (Liddell-Scott)

στηρικτικός: -ή, -όν, ὁ σταθερῶς ἐμπεπηγμένος, ἀκίνητος, Πρόκλ.· ― ὡσαύτως στηρικτός, ή, όν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 73, Ἰσίδ. 4. 26.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στηρικτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στηρίζω
νεοελλ.
κατάλληλος για στήριξη, αυτός που χρησιμεύει για στήριξη («στηρικτικά όργανα»)
μσν.
σαφής, καταφανής («Ἀναστασίου μοναχοῦ... διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικά γενόμενα ἐν διαφόροις τόποις», Αναστ. Σιν.)
αρχ.
(σχετικά με τις πλανητικές φάσεις) ακίνητος, στάσιμος («περὶ τῶν στηρικτικών φαντασιῶν», Πρόκλ.).
-ή, -ό, Ν
φρ. «στηρικτικός ιστός»
βοτ. μόνιμος σύνθετος ιστός τών φυτών που αποτελείται από δύο τύπους, το κολλέγχυμα και το σκληρέγχυμα.