ἐξοδιάζω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksodiazo | |Transliteration C=eksodiazo | ||
|Beta Code=e)codia/zw | |Beta Code=e)codia/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[scatter]], [ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118 J.<br><span class="bld">2</span> [[pay in full]], [[defray]], [[discharge]], τὸ ἀνάλωμα ''IG''5(1).1167 (Gythium); <b class="b3">τινὶ τὸ διάφορον</b> ib.1390.52 (Andania); τὰ γεγραμμένα τισί ''Test.Epict.''7.8, cf. ''IG''12(3).168.7 (Astypalaea):—Pass., [[LXX]] ''4 Ki.''12.12(13): metaph. in Act., Gal.''Anim.Pass.''1.2 (dub.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] ausgeben, verwenden, wie Schol. Ar. Plut. 380 ἀναλώσας durch ἐξοδιάσας erkl.; LXX. u. Sp., wie Inscr. 1391. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξοδιάζω''': [[διασκορπίζω]], Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) [[ἀποτίνω]], πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. [[αὐτόθι]] 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. [[ἔξοδος]] IV. 3) [[ἀναλίσκω]], δαπανῶ, [[ἐξοδιάζω]] ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξοδιάζω]] (AM [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[ξοδεύω]], [[δαπανώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε έξοδα<br /><b>2.</b> (για ζωή, καιρό) [[περνώ]] («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)<br /><b>3.</b> [[ξεπουλώ]]<br /><b>4.</b> θυσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] τα έξοδα, [[πληρώνω]].<br /><b>(II)</b><br />(Μ [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[κηδεύω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
A scatter, [ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118 J.
2 pay in full, defray, discharge, τὸ ἀνάλωμα IG5(1).1167 (Gythium); τινὶ τὸ διάφορον ib.1390.52 (Andania); τὰ γεγραμμένα τισί Test.Epict.7.8, cf. IG12(3).168.7 (Astypalaea):—Pass., LXX 4 Ki.12.12(13): metaph. in Act., Gal.Anim.Pass.1.2 (dub.).
German (Pape)
[Seite 884] ausgeben, verwenden, wie Schol. Ar. Plut. 380 ἀναλώσας durch ἐξοδιάσας erkl.; LXX. u. Sp., wie Inscr. 1391.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοδιάζω: διασκορπίζω, Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) ἀποτίνω, πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. αὐτόθι 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. ἔξοδος IV. 3) ἀναλίσκω, δαπανῶ, ἐξοδιάζω ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
Greek Monolingual
(I)
και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) εξόδιος
ξοδεύω, δαπανώ
μσν.- νεοελλ.
1. υποβάλλω σε έξοδα
2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)
3. ξεπουλώ
4. θυσιάζομαι
5. διασκορπίζω
αρχ.
καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω.
(II)
(Μ ἐξοδιάζω) εξόδιος
κηδεύω.