ἀνηγεμόνευτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(6_17)
m (Text replacement - "Icarom" to "Icarom")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anigemoneftos
|Transliteration C=anigemoneftos
|Beta Code=a)nhgemo/neutos
|Beta Code=a)nhgemo/neutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">without leader, unguided</b>, ψυχή <span class="bibl">Ph.1.337</span>, cf. <span class="bibl">696</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>9</span>; φυρμός <span class="bibl">M.Ant.12.14</span>.</span>
|Definition=ἀνηγεμόνευτον, [[without leader]], [[unguided]], ψυχή Ph.1.337, cf. 696, Luc.''Icar.''9; φυρμός M.Ant.12.14.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que carece de guía]], [[ingobernado]] del alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.<i>Icar</i>.9, cf. <i>ITr</i>.46, φυρμός M.Ant.12.14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[sans guide]], [[sans maître]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἡγεμονεύω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>ohne [[Anführer]], [[unbeherrscht]]</i>, Luc. <i>Icarom</i>. 9.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνηγεμόνευτος:''' [[не имеющий руководителя]] ([[ἀδέσποτος]] καὶ ἀ. Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνηγεμόνευτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἡγεμόνος, [[ἄνευ]] ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς [[ἀνηγεμόνευτος]] Μ. Ἀντων. 12.14.
|lstext='''ἀνηγεμόνευτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἡγεμόνος, [[ἄνευ]] ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς [[ἀνηγεμόνευτος]] Μ. Ἀντων. 12.14.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνηγεμόνευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, [[ακαθοδήγητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνηγεμόνευτος:''' -ον ([[ἡγεμονεύω]]), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡγεμονεύω]]<br />without [[leader]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 4 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηγεμόνευτος Medium diacritics: ἀνηγεμόνευτος Low diacritics: ανηγεμόνευτος Capitals: ΑΝΗΓΕΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anēgemóneutos Transliteration B: anēgemoneutos Transliteration C: anigemoneftos Beta Code: a)nhgemo/neutos

English (LSJ)

ἀνηγεμόνευτον, without leader, unguided, ψυχή Ph.1.337, cf. 696, Luc.Icar.9; φυρμός M.Ant.12.14.

Spanish (DGE)

-ον
que carece de guía, ingobernado del alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.Icar.9, cf. ITr.46, φυρμός M.Ant.12.14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans guide, sans maître.
Étymologie: , ἡγεμονεύω.

German (Pape)

ohne Anführer, unbeherrscht, Luc. Icarom. 9.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηγεμόνευτος: не имеющий руководителя (ἀδέσποτος καὶ ἀ. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηγεμόνευτος: -ον, ὁ ἄνευ ἡγεμόνος, ἄνευ ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς ἀνηγεμόνευτος Μ. Ἀντων. 12.14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνηγεμόνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος.

Greek Monotonic

ἀνηγεμόνευτος: -ον (ἡγεμονεύω), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἡγεμονεύω
without leader, Luc.