φύκης: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
(6_19)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fykis
|Transliteration C=fykis
|Beta Code=fu/khs
|Beta Code=fu/khs
|Definition=[ῡ], ου, ὁ, (φῦκος) a fish <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">living in seaweed</b>, prob. a species of <b class="b2">wrasse, Labrus</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>567b20</span>:—the female was φῡκίς, ίδος, <span class="bibl">Mnesim.4.38</span> (anap.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>567b19</span>, <span class="bibl">591b13</span>, <span class="bibl">Antiph.132.8</span> (anap.), <span class="bibl">Anaxandr.41.49</span> (anap.), Numen. ap. <span class="bibl">Ath.7.282a</span>: but <span class="bibl">Alex. 110.12</span>,<span class="bibl">13</span>, distinguishes <b class="b3">φυκίς</b> and <b class="b3">φύκης</b>.</span>
|Definition=[ῡ], ου, ὁ, ([[φῦκος]]) a fish [[living in seaweed]], prob. a species of [[wrasse]], [[Labrus]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''567b20:—the female was φῡκίς, ίδος, Mnesim.4.38 (anap.), [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''567b19, 591b13, Antiph.132.8 (anap.), Anaxandr.41.49 (anap.), Numen. ap. Ath.7.282a: but Alex. 110.12,13, distinguishes [[φυκίς]] and [[φύκης]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ὁ, <i>ein im Meertang, im Seegrase lebender [[Fisch]]</i>; Arist. <i>H.A</i>. 6.13; Diphil. bei Ath. VII.355b.
}}
{{elru
|elrutext='''φύκης:''' ου (ῡ) ὁ [[фик]] (мелкая морская рыба, живущая среда водорослей) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φύκης''': -ου, ὁ ([[φῦκος]]) [[ἰχθὺς]] ζῶν ἐκ τῶν φυκίων, τρώγων φύκη, «φύκ~ια» τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 6. 13, 8· ― ὁ [[θῆλυς]] ἐκαλεῖτο φῡκίς, ίδος, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 319C, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., 8. 2, 29, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1· φυκίδες ἐφθαὶ Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1, 49· ἀλλ’ ὁ Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 12 καὶ 13, μνημονεύει τὰ δύο φυκὶς καὶ [[φύκης]] ὡς εἰ ἦσαν διάφορα τὸ [[εἶδος]], ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 93.
|lstext='''φύκης''': -ου, ὁ ([[φῦκος]]) [[ἰχθὺς]] ζῶν ἐκ τῶν φυκίων, τρώγων φύκη, «φύκ~ια» τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 6. 13, 8· ― ὁ [[θῆλυς]] ἐκαλεῖτο φῡκίς, ίδος, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 319C, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., 8. 2, 29, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1· φυκίδες ἐφθαὶ Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1, 49· ἀλλ’ ὁ Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 12 καὶ 13, μνημονεύει τὰ δύο φυκὶς καὶ [[φύκης]] ὡς εἰ ἦσαν διάφορα τὸ [[εἶδος]], ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 93.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού που ζει [[ανάμεσα]] στα [[φύκη]] («διαφέρει ὁ [[ἄρρην]] [[φύκης]] τῆς θηλείας τῷ [[μελάντερος]] [[εἶναι]] καὶ μείζους ἔχειν τὰς λεπίδας», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ης</i> τών πρωτόκλιτων αρσ.].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύκης Medium diacritics: φύκης Low diacritics: φύκης Capitals: ΦΥΚΗΣ
Transliteration A: phýkēs Transliteration B: phykēs Transliteration C: fykis Beta Code: fu/khs

English (LSJ)

[ῡ], ου, ὁ, (φῦκος) a fish living in seaweed, prob. a species of wrasse, Labrus, Arist.HA567b20:—the female was φῡκίς, ίδος, Mnesim.4.38 (anap.), Arist.HA567b19, 591b13, Antiph.132.8 (anap.), Anaxandr.41.49 (anap.), Numen. ap. Ath.7.282a: but Alex. 110.12,13, distinguishes φυκίς and φύκης.

German (Pape)

[ῡ], ὁ, ein im Meertang, im Seegrase lebender Fisch; Arist. H.A. 6.13; Diphil. bei Ath. VII.355b.

Russian (Dvoretsky)

φύκης: ου (ῡ) ὁ фик (мелкая морская рыба, живущая среда водорослей) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φύκης: -ου, ὁ (φῦκος) ἰχθὺς ζῶν ἐκ τῶν φυκίων, τρώγων φύκη, «φύκ~ια» τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 6. 13, 8· ― ὁ θῆλυς ἐκαλεῖτο φῡκίς, ίδος, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 319C, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., 8. 2, 29, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1· φυκίδες ἐφθαὶ Ἀναξανδρίδης ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1, 49· ἀλλ’ ὁ Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 12 καὶ 13, μνημονεύει τὰ δύο φυκὶς καὶ φύκης ὡς εἰ ἦσαν διάφορα τὸ εἶδος, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 93.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος ψαριού που ζει ανάμεσα στα φύκη («διαφέρει ὁ ἄρρην φύκης τῆς θηλείας τῷ μελάντερος εἶναι καὶ μείζους ἔχειν τὰς λεπίδας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. -ης τών πρωτόκλιτων αρσ.].