σπλαγχνικός: Difference between revisions
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
(6_11) |
mNo edit summary |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=splagchnikos | |Transliteration C=splagchnikos | ||
|Beta Code=splagxniko/s | |Beta Code=splagxniko/s | ||
|Definition= | |Definition=σπλαγχνική, σπλαγχνικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of the bowels]] or [[for the bowels]], φάρμακα Dsc.1.68.3.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[tender]], [[ἔρως]] ''PMag.Osl.'' 1.149. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0922.png Seite 922]] von den Eingeweiden, Diosc. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0922.png Seite 922]] [[von den Eingeweiden]], Diosc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπλαγχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς τὰ σπλάγχνα, φάρμακα Διοσκ. 1. 81. | |lstext='''σπλαγχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς τὰ σπλάγχνα, φάρμακα Διοσκ. 1. 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σπλαγχνικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[σπλαχνικός]] Ν [<i>σπλά</i>(<i>γ</i>)<i>χνο</i>(<i>ν</i>)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[σπλάγχνα]] (α. «σπλαγχνική [[αντίδραση]]» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευσπλαγχνικός]], οικτίρμονας («[[σπλαχνικός]] [[πατέρας]]»)<br /><b>2.</b> (για λόγους) [[καλοπροαίρετος]], φιλόφρονας<br /><b>3.</b> (ανατ.-φυσιολ.) (για σχηματισμό ή [[λειτουργία]]) αυτός που έχει [[σχέση]] με τα [[σπλάγχνα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «σπλαγχνικά [[νεύρα]]» <b>ανατ.</b> οι δύο κλάδοι της θωρακικής μοίρας που εκπορεύονται από τα γάγγλια του συμπαθητικού στελέχους, το μείζον και το έλασσον, και συνδέουν τον νωτιαίο μυελό με τα [[σπλάγχνα]]<br />β) «σπλαγχνικές κοιλότητες»<br /><b>ανατ.</b> οι μεγάλες κοιλότητες του σώματος, του κρανίου, του θώρακα, της κοιλιάς και της πυέλου<br />γ) «σπλαγχνική [[αίσθηση]]»<br /><b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών ιδιοδεκτικών ερεθισμάτων που προέρχονται από τα [[σπλάγχνα]] και άγονται από ιδιαίτερες ίνες οι οποίες πορεύονται σε διακλαδώσεις του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ανέρχονται [[γύρω]] από τον κεντρικό [[σωλήνα]] του νωτιαίου μυελού και καταλήγουν στον υποθάλαμο του εγκεφάλου<br />δ) «σπλαγχνικό [[κρανίο]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[σπλαγχνοκράνιο]]<br />ε) «[[σπλαγχνικός]] [[σκελετός]]»<br /><b>ζωολ.</b> ο [[σκελετός]] του στόματος [[μαζί]] με τα βραγχιακά φατνία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[τρυφερός]] («σπλαγχνικὸς [[ἔρως]]», πάπ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:16, 20 November 2024
English (LSJ)
σπλαγχνική, σπλαγχνικόν,
A of the bowels or for the bowels, φάρμακα Dsc.1.68.3.
II metaph., tender, ἔρως PMag.Osl. 1.149.
German (Pape)
[Seite 922] von den Eingeweiden, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σπλαγχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων, ἁρμόζων εἰς τὰ σπλάγχνα, φάρμακα Διοσκ. 1. 81.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σπλαγχνικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.)
νεοελλ.
1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας»)
2. (για λόγους) καλοπροαίρετος, φιλόφρονας
3. (ανατ.-φυσιολ.) (για σχηματισμό ή λειτουργία) αυτός που έχει σχέση με τα σπλάγχνα
4. φρ. α) «σπλαγχνικά νεύρα» ανατ. οι δύο κλάδοι της θωρακικής μοίρας που εκπορεύονται από τα γάγγλια του συμπαθητικού στελέχους, το μείζον και το έλασσον, και συνδέουν τον νωτιαίο μυελό με τα σπλάγχνα
β) «σπλαγχνικές κοιλότητες»
ανατ. οι μεγάλες κοιλότητες του σώματος, του κρανίου, του θώρακα, της κοιλιάς και της πυέλου
γ) «σπλαγχνική αίσθηση»
βιολ. το σύνολο τών ιδιοδεκτικών ερεθισμάτων που προέρχονται από τα σπλάγχνα και άγονται από ιδιαίτερες ίνες οι οποίες πορεύονται σε διακλαδώσεις του αυτόνομου νευρικού συστήματος, ανέρχονται γύρω από τον κεντρικό σωλήνα του νωτιαίου μυελού και καταλήγουν στον υποθάλαμο του εγκεφάλου
δ) «σπλαγχνικό κρανίο»
ανατ. το σπλαγχνοκράνιο
ε) «σπλαγχνικός σκελετός»
ζωολ. ο σκελετός του στόματος μαζί με τα βραγχιακά φατνία
αρχ.
μτφ. τρυφερός («σπλαγχνικὸς ἔρως», πάπ.).