νήφων: Difference between revisions
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nifon | |Transliteration C=nifon | ||
|Beta Code=nh/fwn | |Beta Code=nh/fwn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, | |Definition=-ονος, ὁ, ἡ, [[sober]]: nom. pl. [[νήφονες]] (expld. by [[νήφοντες]]) [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: dat. νήφοσι Thgn.481, 627. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νήφων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[σώφρων]], [[νηφάλιος]]· ὀνομ. πληθ. νήφονες (ἑρμηνευόμ. διὰ τοῦ νήφοντες) Ἡσύχ.· δοτ. νήφοσι Θέογνις 482, 627. Οἱ τύποι οὗτοι ἀνήκουσιν εἰς ἐπίθ. [[νήφων]], καὶ οὕτω πιθανῶς [[ἑρμηνευτέον]] τὸ [[νήφων]], ἐν Σοφ. Ο. Κ. 100, ὑμῖν ἀντέκυρσα... [[νήφων]] ἀοίνοις, πρβλ. [[νηφάλιος]]. - Πρβλ. [[αἴθων]]. | |lstext='''νήφων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[σώφρων]], [[νηφάλιος]]· ὀνομ. πληθ. νήφονες (ἑρμηνευόμ. διὰ τοῦ νήφοντες) Ἡσύχ.· δοτ. νήφοσι Θέογνις 482, 627. Οἱ τύποι οὗτοι ἀνήκουσιν εἰς ἐπίθ. [[νήφων]], καὶ οὕτω πιθανῶς [[ἑρμηνευτέον]] τὸ [[νήφων]], ἐν Σοφ. Ο. Κ. 100, ὑμῖν ἀντέκυρσα... [[νήφων]] ἀοίνοις, πρβλ. [[νηφάλιος]]. - Πρβλ. [[αἴθων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νήφων]], -ονος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[νηφάλιος]], [[ξεμέθυστος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σοβαρός]], [[συνετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νηφ</i>- του [[νήφω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ων</i> ([[πρβλ]]. [[γνώμων]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νήφων:''' -ονος, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ. <i>νήφοσι</i>, [[σώφρων]], [[εγκρατής]], [[νηφάλιος]], σε Θέογν., Σοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νήφων]], ονος, ὁ, ἡ,<br />[[sober]], Theogn., Soph. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[sober]], [[drinking no wine]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, sober: nom. pl. νήφονες (expld. by νήφοντες) Hsch.: dat. νήφοσι Thgn.481, 627.
Greek (Liddell-Scott)
νήφων: -ονος, ὁ, ἡ, σώφρων, νηφάλιος· ὀνομ. πληθ. νήφονες (ἑρμηνευόμ. διὰ τοῦ νήφοντες) Ἡσύχ.· δοτ. νήφοσι Θέογνις 482, 627. Οἱ τύποι οὗτοι ἀνήκουσιν εἰς ἐπίθ. νήφων, καὶ οὕτω πιθανῶς ἑρμηνευτέον τὸ νήφων, ἐν Σοφ. Ο. Κ. 100, ὑμῖν ἀντέκυρσα... νήφων ἀοίνοις, πρβλ. νηφάλιος. - Πρβλ. αἴθων.
Greek Monolingual
νήφων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
1. νηφάλιος, ξεμέθυστος
2. μτφ. σοβαρός, συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ- του νήφω + κατάλ. -ων (πρβλ. γνώμων)].
Greek Monotonic
νήφων: -ονος, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ. νήφοσι, σώφρων, εγκρατής, νηφάλιος, σε Θέογν., Σοφ.
Middle Liddell
νήφων, ονος, ὁ, ἡ,
sober, Theogn., Soph.