ζαχρεῖος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(6_15)
mNo edit summary
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zachreios
|Transliteration C=zachreios
|Beta Code=zaxrei=os
|Beta Code=zaxrei=os
|Definition=ον, (χρεία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very needy</b>: c. gen., <b class="b3">ζ. ὁδοῦ</b> <b class="b2">one who wants to know</b> the way, <b class="b2">asks eagerly after</b> it, <span class="bibl">Theoc.25.6</span>.</span>
|Definition=ζαχρεῖον, ([[χρεία]]) [[very needy]]: c. gen., <b class="b3">ζαχρεῖος ὁδοῦ</b> [[one who wants to know]] the [[way]], [[asks eagerly after]] it, Theoc.25.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1136.png Seite 1136]] sehr bedürftig, sehr verlangend, ὁδοῦ [[ὁδίτης]], von einem eiligen Wanderer, Theocr. 25, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1136.png Seite 1136]] [[sehr bedürftig]], [[sehr verlangend]], ὁδοῦ [[ὁδίτης]], von einem eiligen Wanderer, Theocr. 25, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui a grand besoin de]], [[qui cherche]].<br />'''Étymologie:''' ζα-, [[χρεία]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζαχρεῖος -ον [ζα-, χρεία] [[zeer hulpbehoevend]]:; ζαχρεῖ’ ἔπη woorden die vragen om hulp Aeschl. Suppl. 194; ook met gen.. ὁδοῦ ζαχρεῖον... ὁδίτην een reiziger die hulp nodig heeft bij het vinden van de weg Theocr. 25.6.
}}
{{elru
|elrutext='''ζαχρεῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[самый необходимый]], т. е. [[немногочисленный]] (ἔπη Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[весьма нуждающийся]]: ζ. ὁδοῦ Theocr. ищущий дороги.
}}
{{grml
|mltxt=ζαχρεῖος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]] («ζαχρεῖος ὁδοῦ» — αυτός που ψάχνει να βρει τον δρόμο, <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρεία]] «[[ανάγκη]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζαχρεῖος:''' -ον ([[χρεία]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ανάγκη]] κάποιου πράγματος· με γεν., [[ζαχρεῖος]] ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζαχρεῖος''': -ον, ([[χρεία]]) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, [[σφόδρα]] χρῄζων τινός, [[μετὰ]] γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. 6 πρβλ. [[χρεῖος]], ον, ΙΙ.
|lstext='''ζαχρεῖος''': -ον, ([[χρεία]]) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, [[σφόδρα]] χρῄζων τινός, μετὰ γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. πρβλ. [[χρεῖος]], ον, ΙΙ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζα-[[χρεῖος]], ον [[χρεία]]<br />[[wanting]] [[much]]: c. gen., ζαχρ. ὁδοῦ one who wants to [[know]] the way, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 19:23, 9 December 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζαχρεῖος Medium diacritics: ζαχρεῖος Low diacritics: ζαχρείος Capitals: ΖΑΧΡΕΙΟΣ
Transliteration A: zachreîos Transliteration B: zachreios Transliteration C: zachreios Beta Code: zaxrei=os

English (LSJ)

ζαχρεῖον, (χρεία) very needy: c. gen., ζαχρεῖος ὁδοῦ one who wants to know the way, asks eagerly after it, Theoc.25.6.

German (Pape)

[Seite 1136] sehr bedürftig, sehr verlangend, ὁδοῦ ὁδίτης, von einem eiligen Wanderer, Theocr. 25, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a grand besoin de, qui cherche.
Étymologie: ζα-, χρεία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζαχρεῖος -ον [ζα-, χρεία] zeer hulpbehoevend:; ζαχρεῖ’ ἔπη woorden die vragen om hulp Aeschl. Suppl. 194; ook met gen.. ὁδοῦ ζαχρεῖον... ὁδίτην een reiziger die hulp nodig heeft bij het vinden van de weg Theocr. 25.6.

Russian (Dvoretsky)

ζαχρεῖος:
1 самый необходимый, т. е. немногочисленный (ἔπη Aesch.);
2 весьма нуждающийся: ζ. ὁδοῦ Theocr. ищущий дороги.

Greek Monolingual

ζαχρεῖος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη («ζαχρεῖος ὁδοῦ» — αυτός που ψάχνει να βρει τον δρόμο, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + χρεία «ανάγκη»].

Greek Monotonic

ζαχρεῖος: -ον (χρεία), αυτός που έχει μεγάλη ανάγκη κάποιου πράγματος· με γεν., ζαχρεῖος ὁδοῦ, αυτός που επιθυμεί να μάθει το δρόμο, που ψάχνει την οδό που πρέπει να ακολουθήσει, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

ζαχρεῖος: -ον, (χρεία) μεγάλην ἀνάγκην ἔχων τινός, σφόδρα χρῄζων τινός, μετὰ γεν., ζαχρ. ὁδοῦ, ὁ ἔχων ἀνάγκην νὰ μάθῃ τὸν δρόμον, ὁ ἐρευνῶν πρὸς εὕρεσιν τῆς ὁδοῦ, Θεόκρ. 25. 6· πρβλ. χρεῖος, ον, ΙΙ.

Middle Liddell

ζα-χρεῖος, ον χρεία
wanting much: c. gen., ζαχρ. ὁδοῦ one who wants to know the way, Theocr.