ἐπισπαστικός: Difference between revisions

(CSV import)
 
m (Text replacement - "ἱδανός" to "ἰδανός")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epispastikos
|Transliteration C=epispastikos
|Beta Code=e)pispastiko/s
|Beta Code=e)pispastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drawing to oneself, drawing in</b>, τοῦ ὑγροῦ <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>966a4</span>; ἀτμοὶ ἐ. πρὸς ἑαυτούς <span class="bibl">Str.15.1.38</span>; αἵματος Gal.<span class="title">Nat.</span> <span class="title">Fac.</span>2.3: abs. of drugs, Id.11.761, cf. Dsc.2.85, 109; ἔμπλαστροι Orib. <span class="title">Fr.</span>85; <b class="b3">ῥυφήματα ἐ</b>. dub. sens. in Hp.<b class="b2">Acut.(Sp</b>.) 2. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. metaph., <b class="b2">attractive</b>, <span class="bibl">Plb.4.84.6</span>, <span class="title">Stoic.</span>3.46. Adv. -κῶς, κινεῖν <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.69</span>.</span>
|Definition=ἐπισπαστική, ἐπισπαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[drawing to oneself]], [[drawing in]], τοῦ ὑγροῦ Arist.''Pr.''966a4; ἀτμοὶ ἐ. πρὸς ἑαυτούς Str.15.1.38; αἵματος Gal.''Nat.'' ''Fac.''2.3: abs. of drugs, Id.11.761, cf. Dsc.2.85, 109; ἔμπλαστροι Orib. ''Fr.''85; <b class="b3">ῥυφήματα ἐ.</b> dub. sens. in Hp.Acut.(Sp.) 2.<br><span class="bld">2</span>. metaph., [[attractive]], Plb.4.84.6, ''Stoic.''3.46. Adv. [[ἐπισπαστικῶς]], κινεῖν S.E.''P.''3.69.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0981.png Seite 981]] ή, όν, anziehend, Pol. 4, 84, 6 u. a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπαστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[притягивающий]] (τοῦ ὑγροῦ Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[притягательный]], [[привлекательный]], [[заманчивый]], Polyb.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπισπαστικός''': -ή, -όν, ὁ, πρὸς ἑαυτὸν ἕλκων, [[ῥοφητικός]], τοῦ ὑγροῦ Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, Πολύβ. 4. 84. 6, κλ.· ἐπὶ φαρμάκων, [[φάρμακον]] ἔχον τὴν ἰδιότητα νὰ ἑλκύῃ ἔξω τοὺς χυμούς, Γαλην. ― Ἐπίρρ., ἐπισπαστικῶς κινεῖν. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 69.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπισπαστικός]], -ή, -όν) [[επίσπαστος]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να τραβά [[προς]] τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «επισπαστικά φάρμακα» — αυτά που προκαλούν [[επίσπαση]], δηλ. τα εκδόρια, τα καταπλάσματα, τα [[ψυχρά]] επιθέματα κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελκυστικός]], [[επαγωγός]] («ἐπισπαστικών καὶ μεγάλων [[εἶναι]] δοκούντων τῶν προτεινομένων», <b>Πολ.</b>).
}}
{{trml
|trtx====[[attractive]]===
Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: [[aantrekkelijk]], [[attractief]]; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: [[attrayant]], [[attractif]], [[sympathique]]; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: [[attraktiv]]; Greek: [[ελκυστικός]], [[γοητευτικός]], [[θελκτικός]], [[τραβηχτικός]]; Ancient Greek: [[ἀγωγός]], [[ἀρπαλέος]], [[ἁρπαλέος]], [[δημοτερπής]], [[εἰδάλιμος]], [[ἑλκτικός]], [[ἑλκυστικός]], [[ἐνδίολκος]], [[ἐπαγωγικός]], [[ἐπαγωγός]], [[ἐπακτικός]], [[ἐπαφρόδιτος]], [[ἐπισπαστικός]], [[εὐειδής]], [[εὐήδονος]], [[εὐήρατος]], [[εὔμορφος]], [[εὔοπτος]], [[εὐπρεπής]], [[εὐφραντικός]], [[ἐφελκτικός]], [[ἐφελκυστικός]], [[ἐφολκός]], [[ἰδανός]], [[καταγωγός]], [[κωτίλος]], [[προσαγωγός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: [[attraente]], [[procace]], [[stuzzicante]], [[allettante]]; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: [[atraente]]; Romanian: atractiv; Russian: [[привлекательный]], [[симпатичный]]; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: [[atractivo]]; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний
}}
}}

Latest revision as of 08:31, 9 February 2024

English (LSJ)

ἐπισπαστική, ἐπισπαστικόν,
A drawing to oneself, drawing in, τοῦ ὑγροῦ Arist.Pr.966a4; ἀτμοὶ ἐ. πρὸς ἑαυτούς Str.15.1.38; αἵματος Gal.Nat. Fac.2.3: abs. of drugs, Id.11.761, cf. Dsc.2.85, 109; ἔμπλαστροι Orib. Fr.85; ῥυφήματα ἐ. dub. sens. in Hp.Acut.(Sp.) 2.
2. metaph., attractive, Plb.4.84.6, Stoic.3.46. Adv. ἐπισπαστικῶς, κινεῖν S.E.P.3.69.

German (Pape)

[Seite 981] ή, όν, anziehend, Pol. 4, 84, 6 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπαστικός:
1 притягивающий (τοῦ ὑγροῦ Arst.);
2 притягательный, привлекательный, заманчивый, Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπαστικός: -ή, -όν, ὁ, πρὸς ἑαυτὸν ἕλκων, ῥοφητικός, τοῦ ὑγροῦ Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, Πολύβ. 4. 84. 6, κλ.· ἐπὶ φαρμάκων, φάρμακον ἔχον τὴν ἰδιότητα νὰ ἑλκύῃ ἔξω τοὺς χυμούς, Γαλην. ― Ἐπίρρ., ἐπισπαστικῶς κινεῖν. Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 69.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπισπαστικός, -ή, -όν) επίσπαστος
αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.)
νεοελλ.
φρ. «επισπαστικά φάρμακα» — αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα εκδόρια, τα καταπλάσματα, τα ψυχρά επιθέματα κ.λπ.
αρχ.
ελκυστικός, επαγωγός («ἐπισπαστικών καὶ μεγάλων εἶναι δοκούντων τῶν προτεινομένων», Πολ.).

Translations

attractive

Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний