παραπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraplasso
|Transliteration C=paraplasso
|Beta Code=parapla/ssw
|Beta Code=parapla/ssw
|Definition=Att. παραπλάττω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">transform</b>, in fut. Med. -πλάσομαι <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.208</span> :—Pass., <b class="b2">receive another form</b>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>1</span> <span class="title">Prooem.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med., <b class="b2">append</b>, παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρᾳ τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>5.70</span>, cf. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.6S.</span>
|Definition=Att. [[παραπλάττω]],<br><span class="bld">A</span> [[transform]], in fut. Med. -πλάσομαι S.E.''M.''1.208:—Pass., [[receive another form]], Hero ''Spir.''1 ''Prooemia'' <br><span class="bld">II</span> Med., [[append]], παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρᾳ τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα S.E.''M.''5.70, cf. Phld.''Rh.''1.6S.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] (s. [[πλάσσω]]), umbilden, in eine andere, bes. schlechtere Form bringen, Sp., bes. Gramm., παραπλασόμεθα S. Emp. adv. gramm. 208; pass. eine andere Form annehmen; – anbilden, andichten, Sp. Davon
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] (s. [[πλάσσω]]), umbilden, in eine andere, bes. schlechtere Form bringen, Sp., bes. Gramm., παραπλασόμεθα S. Emp. adv. gramm. 208; pass. eine andere Form annehmen; – anbilden, andichten, Sp. Davon
}}
{{elru
|elrutext='''παραπλάσσω:''' атт. παραπλάττω (преимущ. med.)<br /><b class="num">1</b> [[присоединять]], [[добавлять]] (τινι τι Sext.);<br /><b class="num">2</b> [[преобразовывать]], [[переделывать]] (τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[μεταπλάσσω]], μεταμορφῶ, ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα Β΄, στ. 307: ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 208· - παθ., [[λαμβάνω]] ἕτερον τύπον, μεταμορφοῦμαι, μεταβάλλομαι, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 148. ΙΙ. [[περιγράφω]] τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 70.
|lstext='''παραπλάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[μεταπλάσσω]], μεταμορφῶ, ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα Β΄, στ. 307: ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 208· - παθ., [[λαμβάνω]] ἕτερον τύπον, μεταμορφοῦμαι, μεταβάλλομαι, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 148. ΙΙ. [[περιγράφω]] τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 70.
}}
{{grml
|mltxt=και παραπλάττω ΜΑ<br />[[μετασχηματίζω]], [[μεταμορφώνω]] («ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>παραπλάττομαι</i><br />[[προσαρτώ]], [[εξαρτώ]] («παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάσσω]] «[[πλάθω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλάσσω Medium diacritics: παραπλάσσω Low diacritics: παραπλάσσω Capitals: ΠΑΡΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: paraplássō Transliteration B: paraplassō Transliteration C: paraplasso Beta Code: parapla/ssw

English (LSJ)

Att. παραπλάττω,
A transform, in fut. Med. -πλάσομαι S.E.M.1.208:—Pass., receive another form, Hero Spir.1 Prooemia
II Med., append, παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρᾳ τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα S.E.M.5.70, cf. Phld.Rh.1.6S.

German (Pape)

[Seite 494] (s. πλάσσω), umbilden, in eine andere, bes. schlechtere Form bringen, Sp., bes. Gramm., παραπλασόμεθα S. Emp. adv. gramm. 208; pass. eine andere Form annehmen; – anbilden, andichten, Sp. Davon

Russian (Dvoretsky)

παραπλάσσω: атт. παραπλάττω (преимущ. med.)
1 присоединять, добавлять (τινι τι Sext.);
2 преобразовывать, переделывать (τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

παραπλάσσω: Ἀττ. -ττω, μεταπλάσσω, μεταμορφῶ, ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει Θεόδ. Πρόδρ. κατὰ Ροδάνθ. καὶ Δοσικλέα Β΄, στ. 307: ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 208· - παθ., λαμβάνω ἕτερον τύπον, μεταμορφοῦμαι, μεταβάλλομαι, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 148. ΙΙ. περιγράφω τινί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 70.

Greek Monolingual

και παραπλάττω ΜΑ
μετασχηματίζω, μεταμορφώνω («ὁποῖα πολλὰ νὺξ παραπλάττειν θέλει», Πρόδρ.)
αρχ.
μέσ. παραπλάττομαι
προσαρτώ, εξαρτώ («παραπλάσασθαι τῇ τοῦ γεννηθέντος ὥρα τὰ κατ' οὐρανὸν βλεπόμενα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάσσω «πλάθω»].