συστροφία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
(6_8)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=systrofia
|Transliteration C=systrofia
|Beta Code=sustrofi/a
|Beta Code=sustrofi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">versatility</b>, <span class="bibl">Plb.23.2.2</span> codd. (<b class="b3">εὐστροφίας</b> Reiske, συστροφῆς B.-W.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">familiarity</b> with an author, f.l. for [[συντρ-]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Din.</span> 7</span>; also f.l. for [[συντρ-]] in <span class="bibl">D.S.30.17</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ma.</span>5.32</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[versatility]], Plb.23.2.2 codd. ([[εὐστροφίας]] Reiske, συστροφῆς B.-W.).<br><span class="bld">II</span> [[familiarity]] with an author, [[falsa lectio|f.l.]] for [[συντροφία]], D.H.''Din.'' 7; also [[falsa lectio|f.l.]] for [[συντροφία]] in [[Diodorus Siculus|D.S.]]30.17, [[LXX]] ''3 Ma.''5.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1045.png Seite 1045]] ἡ, 1) eigtl. das Vermögen, sich hin u. her zu wenden, Gewandtheit, List, Pol. 24, 2, 2. – 2) Umgang u. Unterricht, D. Hal. iud. de Din. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1045.png Seite 1045]] ἡ, 1) eigtl. das Vermögen, sich hin u. her zu wenden, Gewandtheit, List, Pol. 24, 2, 2. – 2) Umgang u. Unterricht, D. Hal. iud. de Din. 7.
}}
{{elru
|elrutext='''συστροφία:''' ἡ [[изворотливость]], [[хитрость]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συστροφία''': ἡ [[εὐστροφία]], πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. [[οἰκειότης]], γνωριμία, [[μετὰ]] συγγραφέων ἢ [[διδασκαλία]], Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.
|lstext='''συστροφία''': ἡ [[εὐστροφία]], πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. [[οἰκειότης]], γνωριμία, μετὰ συγγραφέων ἢ [[διδασκαλία]], Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ευστροφία]], [[πανουργία]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> (σχετικά με συγγραφείς) [[οικειότητα]], [[γνωριμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συστροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. με σημ. «[[πανουργία]], [[επιτηδειότητα]]» [[πρέπει]] ίσως να διορθωθεί σε [[ευστροφία]], ενώ με τη σημ. «[[οικειότητα]]» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του [[συντροφιά]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:43, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστροφία Medium diacritics: συστροφία Low diacritics: συστροφία Capitals: ΣΥΣΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: systrophía Transliteration B: systrophia Transliteration C: systrofia Beta Code: sustrofi/a

English (LSJ)

ἡ,
A versatility, Plb.23.2.2 codd. (εὐστροφίας Reiske, συστροφῆς B.-W.).
II familiarity with an author, f.l. for συντροφία, D.H.Din. 7; also f.l. for συντροφία in D.S.30.17, LXX 3 Ma.5.32.

German (Pape)

[Seite 1045] ἡ, 1) eigtl. das Vermögen, sich hin u. her zu wenden, Gewandtheit, List, Pol. 24, 2, 2. – 2) Umgang u. Unterricht, D. Hal. iud. de Din. 7.

Russian (Dvoretsky)

συστροφία:изворотливость, хитрость Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

συστροφία: ἡ εὐστροφία, πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. οἰκειότης, γνωριμία, μετὰ συγγραφέων ἢ διδασκαλία, Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ευστροφία, πανουργία
2. πιθ. (σχετικά με συγγραφείς) οικειότητα, γνωριμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή + κατάλ. -ία. Ο τ. με σημ. «πανουργία, επιτηδειότητα» πρέπει ίσως να διορθωθεί σε ευστροφία, ενώ με τη σημ. «οικειότητα» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του συντροφιά].