ἐπολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epolisthano
|Transliteration C=epolisthano
|Beta Code=e)polisqa/nw
|Beta Code=e)polisqa/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">slip</b> or <b class="b2">glide upon</b>, [σανίσιν] <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.29</span> ; κυλίνδροις ἐς βυθόν <span class="title">AP</span>10.15.3 (Paul. Sil.) : metaph., <b class="b3">ἐ. ἀμπλακίαις</b> ib.5.277 (Agath.).</span>
|Definition=[[slip]] or [[glide upon]], [σανίσιν] J.''BJ''3.7.29; κυλίνδροις ἐς βυθόν ''AP''10.15.3 (Paul. Sil.): metaph., <b class="b3">ἐ. ἀμπλακίαις</b> ib.5.277 (Agath.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπολισθάνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[соскальзывать]], [[падать]] (ἐς βυθόν Anth.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[впадать]] (μείζοσιν ἀμπλακίαις Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐπολισθάνω''': μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ἐπί τινος, ἐπὶ πλοίου καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν, ἄρτι δὲ δουρατέοισιν ἐπωλίσθησε κυλίνδροις ὁλκὰς ἀπ’ ἠϊόνων ἐς βυθὸν ἑλκομένη Ἀνθ. Π. 10. 15· μεταφ., μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις [[αὐτόθι]] 5. 278.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπολισθάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γλιστρώ]]<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] σε [[λάθος]], σε [[παράπτωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ολισθάνω]] «[[γλιστρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] ή [[ολισθαίνω]] πάνω σε, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ολισθήσω<br />to [[slip]] or [[glide]] [[upon]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπολισθάνω Medium diacritics: ἐπολισθάνω Low diacritics: επολισθάνω Capitals: ΕΠΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: epolisthánō Transliteration B: epolisthanō Transliteration C: epolisthano Beta Code: e)polisqa/nw

English (LSJ)

slip or glide upon, [σανίσιν] J.BJ3.7.29; κυλίνδροις ἐς βυθόν AP10.15.3 (Paul. Sil.): metaph., ἐ. ἀμπλακίαις ib.5.277 (Agath.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπολισθάνω:
1 соскальзывать, падать (ἐς βυθόν Anth.);
2 перен. впадать (μείζοσιν ἀμπλακίαις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπολισθάνω: μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ἐπί τινος, ἐπὶ πλοίου καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν, ἄρτι δὲ δουρατέοισιν ἐπωλίσθησε κυλίνδροις ὁλκὰς ἀπ’ ἠϊόνων ἐς βυθὸν ἑλκομένη Ἀνθ. Π. 10. 15· μεταφ., μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις αὐτόθι 5. 278.

Greek Monolingual

ἐπολισθάνω (Α)
1. γλιστρώ
2. πέφτω σε λάθος, σε παράπτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ολισθάνω «γλιστρώ»].

Greek Monotonic

ἐπολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή ολισθαίνω πάνω σε, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. -ολισθήσω
to slip or glide upon, Anth.