ὑποδιάκονος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypodiakonos | |Transliteration C=ypodiakonos | ||
|Beta Code=u(podia/konos | |Beta Code=u(podia/konos | ||
|Definition=[ᾱ], ὁ, | |Definition=[ᾱ], ὁ, [[underservant]], Posidipp.26.10, Ph.2.17, al., ''MAMA''3.462, al. (Corycus). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποδιάκονος''': [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον [[διάκονος]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ | |lstext='''ὑποδιάκονος''': [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον [[διάκονος]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ μετὰ τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ὑποδιάκονος]], ΝΜΑ [[διάκονος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] [[αμέσως]] κατώτερο του διακόνου, [[βοηθός]] διακόνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοηθός]] υπηρέτη. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, underservant, Posidipp.26.10, Ph.2.17, al., MAMA3.462, al. (Corycus).
German (Pape)
[Seite 1215] Unterdiener, Untergehülfe, Posidipp. bei Ath. IX, 376 f u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδιάκονος: [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον διάκονος, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἀξίωμα τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ μετὰ τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο / ὑποδιάκονος, ΝΜΑ διάκονος
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα αμέσως κατώτερο του διακόνου, βοηθός διακόνου
αρχ.
βοηθός υπηρέτη.