ἐρημαῖος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erimaios
|Transliteration C=erimaios
|Beta Code=e)rhmai=os
|Beta Code=e)rhmai=os
|Definition=η, ον, poet. for <b class="b3">ἐρῆμος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">desolate, solitary</b>, <span class="bibl">Mosch.3.21</span>, <span class="bibl">A.R.2.672</span>, etc. ; <b class="b2">silent</b>, νύξ <span class="bibl">Emp.49</span> ; <b class="b2">deserted</b>, νεοσσοί <span class="bibl">A.R.4.1298</span> : c. gen., <b class="b2">reft of</b>, AP9.439 (Crin.).</span>
|Definition=η, ον, ''poet.'' for [[ἐρῆμος]], [[desolate]], [[solitary]], Mosch.3.21, A.R.2.672, etc.; [[silent]], νύξ Emp.49; [[deserted]], νεοσσοί A.R.4.1298: c. gen., [[reft of]], AP9.439 (Crin.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] p. = ἔρημος, νύξ, Emped. 185 u. öfter sp. D., wie Hosch. 3, 21. 63; αἰπόλια, Anton. ep. (IX, 102); [[ξύλοχος]], Coluth. 42; Ap. Rh. öfter; τινός, beraubt, Crinag. 35 (IX, 439).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[désert]], [[solitaire]];<br /><b>2</b> privé de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἔρημος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρημαῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[безлюдный]], [[пустынный]], [[безмолвный]] ([[νύξ]] Emped.; αἰπόλια Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[лишенный]] (τινος Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐρημαῖος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ [[ἐρῆμος]], ἔρημος, κοινῶς «ἔρμος», «ὁλομόναχος», Μόσχ. 3. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, κτλ.· [[σιωπηλός]] νὺξ Ἐμπεδ. 252· ἐγκαταλελειμμένος, νεοσσοὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298: μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, Ἀνθ. Π. 9. 439.
}}
{{grml
|mltxt=ἐρημαῖος, -η, -ον, ποιητ. τ. του [[ἐρῆμος]] (AM) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ολομόναχος]], [[μοναχικός]] («ἐρημαίη [[νῆσος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> στερημένος από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί το [[αίσθημα]] της ερημιάς, της μοναξιάς, [[σιωπηλός]] («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρημαῖος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἐρῆμος]], απομακρυσμένος, [[ολομόναχος]], ερημωμένος, [[ακατοίκητος]], παραμελημένος, [[ερημίτης]], σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρημαῖος]], η, ον poet. for [[ἐρῆμος]]<br />[[desolate]], [[solitary]], Mosch.: c. gen. [[bereft]] of, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημαῖος Medium diacritics: ἐρημαῖος Low diacritics: ερημαίος Capitals: ΕΡΗΜΑΙΟΣ
Transliteration A: erēmaîos Transliteration B: erēmaios Transliteration C: erimaios Beta Code: e)rhmai=os

English (LSJ)

η, ον, poet. for ἐρῆμος, desolate, solitary, Mosch.3.21, A.R.2.672, etc.; silent, νύξ Emp.49; deserted, νεοσσοί A.R.4.1298: c. gen., reft of, AP9.439 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1026] p. = ἔρημος, νύξ, Emped. 185 u. öfter sp. D., wie Hosch. 3, 21. 63; αἰπόλια, Anton. ep. (IX, 102); ξύλοχος, Coluth. 42; Ap. Rh. öfter; τινός, beraubt, Crinag. 35 (IX, 439).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 désert, solitaire;
2 privé de, gén..
Étymologie: ἔρημος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρημαῖος:
1 безлюдный, пустынный, безмолвный (νύξ Emped.; αἰπόλια Anth.);
2 лишенный (τινος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐρῆμος, ἔρημος, κοινῶς «ἔρμος», «ὁλομόναχος», Μόσχ. 3. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, κτλ.· σιωπηλός νὺξ Ἐμπεδ. 252· ἐγκαταλελειμμένος, νεοσσοὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298: μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, Ἀνθ. Π. 9. 439.

Greek Monolingual

ἐρημαῖος, -η, -ον, ποιητ. τ. του ἐρῆμος (AM) έρημος
1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.)
2. εγκαταλελειμμένος
3. στερημένος από κάτι
4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα της ερημιάς, της μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).

Greek Monotonic

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἐρῆμος, απομακρυσμένος, ολομόναχος, ερημωμένος, ακατοίκητος, παραμελημένος, ερημίτης, σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐρημαῖος, η, ον poet. for ἐρῆμος
desolate, solitary, Mosch.: c. gen. bereft of, Anth.