σκληρευνία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(6_23)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sklirevnia
|Transliteration C=sklirevnia
|Beta Code=sklhreuni/a
|Beta Code=sklhreuni/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the use of a hard bed</b>, v.l. for [[σκληροκοιτίη]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>3.68</span>.</span>
|Definition=Ion. [[σκληρευνίη]], ἡ, [[the use of a hard bed]], [[varia lectio|v.l.]] for [[σκληροκοιτίη]], Hp.''Vict.''3.68.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκληρευνία''': Ἰων. –ίη, «ἡ [[χρῆσις]] σκληρᾶς κλίνης, τὸ ἐπὶ σκληρᾶς εὐνῆς κοίτεσθαι, Ἱππ. 366. 55.
|lstext='''σκληρευνία''': Ἰων. –ίη, «ἡ [[χρῆσις]] σκληρᾶς κλίνης, τὸ ἐπὶ σκληρᾶς εὐνῆς κοίτεσθαι, Ἱππ. 366. 55.
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. σκληρευνίη, ἡ, Α<br />η [[χρήση]] σκληρής κλίνης, το να κοιμάται [[κανείς]] σε σκληρό [[κρεβάτι]], [[σκληροκοιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ευνία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>εύνης</i> <span style="color: red;"><</span> [[εὐνή]] «[[κρεβάτι]]»), [[πρβλ]]. [[χαμευνία]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρευνία Medium diacritics: σκληρευνία Low diacritics: σκληρευνία Capitals: ΣΚΛΗΡΕΥΝΙΑ
Transliteration A: sklēreunía Transliteration B: sklēreunia Transliteration C: sklirevnia Beta Code: sklhreuni/a

English (LSJ)

Ion. σκληρευνίη, ἡ, the use of a hard bed, v.l. for σκληροκοιτίη, Hp.Vict.3.68.

German (Pape)

[Seite 900] ἡ, = σκληροκοιτία, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρευνία: Ἰων. –ίη, «ἡ χρῆσις σκληρᾶς κλίνης, τὸ ἐπὶ σκληρᾶς εὐνῆς κοίτεσθαι, Ἱππ. 366. 55.

Greek Monolingual

και ιων. τ. σκληρευνίη, ἡ, Α
η χρήση σκληρής κλίνης, το να κοιμάται κανείς σε σκληρό κρεβάτι, σκληροκοιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ευνία (< -εύνης < εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χαμευνία].