ἐρυθροειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=erythroeidis
|Transliteration C=erythroeidis
|Beta Code=e)ruqroeidh/s
|Beta Code=e)ruqroeidh/s
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> f.l. for [[ἐλυτρο-]] (q. v.).</span>
|Definition=[[falsa lectio|f.l.]] for [[ἐλυτροειδής]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1036.png Seite 1036]] ές, von röthlichem Ansehen, Medic.
}}
{{ls
|lstext='''ἐρυθροειδής''': -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐρυθροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει κόκκινη όψη, ο [[κοκκινωπός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με τη νόσο [[ερυθρά]] («ερυθροειδές [[εξάνθημα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροειδής Medium diacritics: ἐρυθροειδής Low diacritics: ερυθροειδής Capitals: ΕΡΥΘΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: erythroeidḗs Transliteration B: erythroeidēs Transliteration C: erythroeidis Beta Code: e)ruqroeidh/s

English (LSJ)

f.l. for ἐλυτροειδής (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1036] ές, von röthlichem Ansehen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροειδής: -ές, ἔχων ὄψιν ἐρυθράν˙ πιθαν. ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ ἐλυτρο-, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐρυθροειδής, -ές)
αυτός που έχει κόκκινη όψη, ο κοκκινωπός
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με τη νόσο ερυθρά («ερυθροειδές εξάνθημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -ειδής < είδος].