ὑποτυπωτικός: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotypotikos | |Transliteration C=ypotypotikos | ||
|Beta Code=u(potupwtiko/s | |Beta Code=u(potupwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑποτυπωτική, ὑποτυπωτικόν, [[by way of outline]], [[compendious]], τρόπος τῆς συγγραφῆς S.E.''P.''1.239. Adv. [[ὑποτυπωτικῶς]] ib.2.1. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>im [[Umrisse]], kompendiarisch</i>, [[τρόπος]] τῆς συγγραφῆς S.Emp. <i>pyrrh</i>. 1.239.<br><b class="num">• Adv.</b>, καὶ [[συντόμως]] <i>ib</i>. 2.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποτῠπωτικός:''' [[общий]], [[эскизный]], [[суммарный]] ([[τρόπος]] τῆς συγγραφῆς Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτῠπωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐν εἴδει ὑποτυπώσεων, [[περιληπτικός]], [[ἐπίτομος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 239. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 2. 1. | |lstext='''ὑποτῠπωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐν εἴδει ὑποτυπώσεων, [[περιληπτικός]], [[ἐπίτομος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 239. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 2. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑποτυπῶ]]<br />πολύ [[συνοπτικός]], [[περιληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποτυπωτικῶς</i> Α<br />περιληπτικά, συνοπτικά. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑποτυπωτική, ὑποτυπωτικόν, by way of outline, compendious, τρόπος τῆς συγγραφῆς S.E.P.1.239. Adv. ὑποτυπωτικῶς ib.2.1.
German (Pape)
ή, όν, im Umrisse, kompendiarisch, τρόπος τῆς συγγραφῆς S.Emp. pyrrh. 1.239.
• Adv., καὶ συντόμως ib. 2.1.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτῠπωτικός: общий, эскизный, суммарный (τρόπος τῆς συγγραφῆς Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτῠπωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐν εἴδει ὑποτυπώσεων, περιληπτικός, ἐπίτομος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 239. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 2. 1.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑποτυπῶ
πολύ συνοπτικός, περιληπτικός.
επίρρ...
ὑποτυπωτικῶς Α
περιληπτικά, συνοπτικά.