παράκαιρος: Difference between revisions
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parakairos | |Transliteration C=parakairos | ||
|Beta Code=para/kairos | |Beta Code=para/kairos | ||
|Definition= | |Definition=παράκαιρον, = [[παρακαίριος]] ([[unseasonable]], [[ill-timed]]), Epich. 260, Men. ''Mon.'' 217, Clearch. 5, Luc. ''Nigr.'' 31 ; τὸ π. Lib. ''Or.'' 64.100. Adv. [[παρακαίρως]] [[immoderately]], Isoc. 1.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0481.png Seite 481]] = Vorigem, Luc. Nigr. 31 (richtiger παρὰ καιρόν); nach B. A. 112, 26 = [[ἄκαιρος]], aus Epicharm. καὶ [[μάταιος]] [[τρυφή]], Ath. XII, 514 d. – Adv. zur Unzeit, πλοῦτον ἀγαπᾶν, Isocr. 1, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0481.png Seite 481]] = Vorigem, Luc. Nigr. 31 (richtiger παρὰ καιρόν); nach B. A. 112, 26 = [[ἄκαιρος]], aus Epicharm. καὶ [[μάταιος]] [[τρυφή]], Ath. XII, 514 d. – Adv. zur Unzeit, πλοῦτον ἀγαπᾶν, Isocr. 1, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καιρός]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράκαιρος -ον zie παρακαίριος. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παράκαιρος:''' Luc. = [[παρακαίριος]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παράκαιρος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη [[στιγμή]] ή αυτός που γίνεται με [[καθυστέρηση]], [[άκαιρος]], όψιμος, [[καθυστερημένος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παράκαιρα</i> / <i>παρακαίρως</i>, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σε ακατάλληλη [[στιγμή]], άκαιρα<br /><b>2.</b> με [[καθυστέρηση]], εκπρόθεσμα<br /><b>αρχ.</b><br />περισσότερο από το κανονικό ή από το συνηθισμένο, υπέρμετρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παράκαιρος:''' -ον, [[παράκαιρος]], αυτός που δεν βρίσκεται στο σωστό χρόνο, που βρίσκεται [[εκτός]] εποχής, σε Λουκ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράκαιρος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ παρὰ τὸν καιρόν, ὁ μὴ ἐν δέοντι καιρῷ γιγνόμενος, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 112, 16, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 217, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 514D, Λουκ. Νιγρ. 31. Ἐπίρρ. -ρως, ὑπερμέτρως, οὐδὲ τὸν πλοῦτον παρακαίρως ἠγάπα Ἰσοκρ. 2Ε· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ποιητικ. τύπῳ, παρακαίρια ῥέζων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327. | |lstext='''παράκαιρος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ παρὰ τὸν καιρόν, ὁ μὴ ἐν δέοντι καιρῷ γιγνόμενος, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 112, 16, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 217, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 514D, Λουκ. Νιγρ. 31. Ἐπίρρ. -ρως, ὑπερμέτρως, οὐδὲ τὸν πλοῦτον παρακαίρως ἠγάπα Ἰσοκρ. 2Ε· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ποιητικ. τύπῳ, παρακαίρια ῥέζων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρά]]-καιρος, ον,<br />[[unseasonable]], ill-timed, Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
παράκαιρον, = παρακαίριος (unseasonable, ill-timed), Epich. 260, Men. Mon. 217, Clearch. 5, Luc. Nigr. 31 ; τὸ π. Lib. Or. 64.100. Adv. παρακαίρως immoderately, Isoc. 1.9.
German (Pape)
[Seite 481] = Vorigem, Luc. Nigr. 31 (richtiger παρὰ καιρόν); nach B. A. 112, 26 = ἄκαιρος, aus Epicharm. καὶ μάταιος τρυφή, Ath. XII, 514 d. – Adv. zur Unzeit, πλοῦτον ἀγαπᾶν, Isocr. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.
Étymologie: παρά, καιρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράκαιρος -ον zie παρακαίριος.
Russian (Dvoretsky)
παράκαιρος: Luc. = παρακαίριος.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράκαιρος, -ον, ΝΑ
αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος.
επίρρ...
παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑ
νεοελλ.
1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα
2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμα
αρχ.
περισσότερο από το κανονικό ή από το συνηθισμένο, υπέρμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καιρός.
Greek Monotonic
παράκαιρος: -ον, παράκαιρος, αυτός που δεν βρίσκεται στο σωστό χρόνο, που βρίσκεται εκτός εποχής, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παράκαιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ παρὰ τὸν καιρόν, ὁ μὴ ἐν δέοντι καιρῷ γιγνόμενος, Ἐπίχ. ἐν Α. Β. 112, 16, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 217, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 514D, Λουκ. Νιγρ. 31. Ἐπίρρ. -ρως, ὑπερμέτρως, οὐδὲ τὸν πλοῦτον παρακαίρως ἠγάπα Ἰσοκρ. 2Ε· - οὕτως ἐν τῷ ποιητικ. τύπῳ, παρακαίρια ῥέζων Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 327.
Middle Liddell
παρά-καιρος, ον,
unseasonable, ill-timed, Luc.