ἰσοπραξία: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isopraksia
|Transliteration C=isopraksia
|Beta Code=i)sopraci/a
|Beta Code=i)sopraci/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a faring equally, like condition</b>, <span class="bibl">Eust.662.35</span>.</span>
|Definition=ἡ, a [[faring equally]], [[like condition]], Eust.662.35.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοπραξία''': ἡ, ὁμοία [[κατάστασις]], τὸ εὑρίσκεσθαι εἰς ὁμοίαν κατάστασιν, «διὰ τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἰσοπραξίαν τῶν ἔτι μαχομένων καὶ τὴν τοῦ τέλους ἀδηλίαν» Εὐστ. 662. 35.
|lstext='''ἰσοπραξία''': ἡ, ὁμοία [[κατάστασις]], τὸ εὑρίσκεσθαι εἰς ὁμοίαν κατάστασιν, «διὰ τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἰσοπραξίαν τῶν ἔτι μαχομένων καὶ τὴν τοῦ τέλους ἀδηλίαν» Εὐστ. 662. 35.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσοπραξία]], ἡ (Μ)<br />ίση, όμοια [[θέση]] ή [[κατάσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πραξία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πράξις]]), [[πρβλ]]. [[δικαιοπραξία]], [[ευπραξία]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοπραξία Medium diacritics: ἰσοπραξία Low diacritics: ισοπραξία Capitals: ΙΣΟΠΡΑΞΙΑ
Transliteration A: isopraxía Transliteration B: isopraxia Transliteration C: isopraksia Beta Code: i)sopraci/a

English (LSJ)

ἡ, a faring equally, like condition, Eust.662.35.

German (Pape)

[Seite 1266] ἡ, gleiches Befinden, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπραξία: ἡ, ὁμοία κατάστασις, τὸ εὑρίσκεσθαι εἰς ὁμοίαν κατάστασιν, «διὰ τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἰσοπραξίαν τῶν ἔτι μαχομένων καὶ τὴν τοῦ τέλους ἀδηλίαν» Εὐστ. 662. 35.

Greek Monolingual

ἰσοπραξία, ἡ (Μ)
ίση, όμοια θέση ή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιοπραξία, ευπραξία].