εὐμέλανος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evmelanos
|Transliteration C=evmelanos
|Beta Code=eu)me/lanos
|Beta Code=eu)me/lanos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-blackened, inky</b>, βροχίς <span class="title">AP</span>6.295.4 (Phan.).</span>
|Definition=εὐμέλανον, [[well-blackened]], [[inky]], βροχίς ''AP''6.295.4 (Phan.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] mit guter Dinte, [[βροχίς]] Phani. 3 (VI, 295).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui a beaucoup d'encre]], [[qui a de l'encre bien noire]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλας]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐμέλᾰνος:''' [[полный чернил]] ([[βροχίς]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''εὐμέλᾰνος''': -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν [[μέλαν]], «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐμέλανος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[μελανοδοχείο]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[μελάνι]] («τὰν εὐμέλανον [[βροχίδα]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[μελανός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐμέλᾰνος:''' -ον ([[μέλας]]), αυτός που έχει καλό [[μελάνι]], [[μελανώδης]], μελανωμένος, [[κατάμαυρος]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-μέλᾰνος, ον [[μέλας]]<br />well-blackened, inky, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμέλᾰνος Medium diacritics: εὐμέλανος Low diacritics: ευμέλανος Capitals: ΕΥΜΕΛΑΝΟΣ
Transliteration A: eumélanos Transliteration B: eumelanos Transliteration C: evmelanos Beta Code: eu)me/lanos

English (LSJ)

εὐμέλανον, well-blackened, inky, βροχίς AP6.295.4 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1080] mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d'encre, qui a de l'encre bien noire.
Étymologie: εὖ, μέλας.

Russian (Dvoretsky)

εὐμέλᾰνος: полный чернил (βροχίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμέλᾰνος: -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν μέλαν, «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.

Greek Monolingual

εὐμέλανος, -ον (Α)
1. (για μελανοδοχείο) αυτός που έχει ωραίο μελάνι («τὰν εὐμέλανον βροχίδα», Ανθ. Παλ.)
2. ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μελανός.

Greek Monotonic

εὐμέλᾰνος: -ον (μέλας), αυτός που έχει καλό μελάνι, μελανώδης, μελανωμένος, κατάμαυρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-μέλᾰνος, ον μέλας
well-blackened, inky, Anth.