μεριδάρχης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_19) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meridarchis | |Transliteration C=meridarchis | ||
|Beta Code=merida/rxhs | |Beta Code=merida/rxhs | ||
|Definition= | |Definition=μεριδάρχου, ὁ, [[governor]] of a [[district]] or [[province]], PTeb.66.60 (ii B.C.), [[LXX]] ''1 Ma.''10.65, J.''AJ''12.5.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μερῐδάρχης''': -ου, ὁ, ὁ διοικητὴς ἐπαρχίας, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 65), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 5, 5· - μερῐδαρχία, ἡ, τὸ [[ὑπούργημα]] [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 15. 7, 3. | |lstext='''μερῐδάρχης''': -ου, ὁ, ὁ διοικητὴς ἐπαρχίας, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 65), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 5, 5· - μερῐδαρχία, ἡ, τὸ [[ὑπούργημα]] [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 15. 7, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεριδάρχης]], ὁ (Α)<br />[[διοικητής]] επαρχίας ή διαμερίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μερίς]], -ίδος <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. [[μεράρχης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
μεριδάρχου, ὁ, governor of a district or province, PTeb.66.60 (ii B.C.), LXX 1 Ma.10.65, J.AJ12.5.5.
German (Pape)
[Seite 134] ὁ, Anführer einer Heeresabtheilung, Statthalter eines Landestheiles, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
μερῐδάρχης: -ου, ὁ, ὁ διοικητὴς ἐπαρχίας, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 65), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 5, 5· - μερῐδαρχία, ἡ, τὸ ὑπούργημα αὐτοῦ, αὐτόθι 15. 7, 3.
Greek Monolingual
μεριδάρχης, ὁ (Α)
διοικητής επαρχίας ή διαμερίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερίς, -ίδος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. μεράρχης].